ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΦΟΒΑΤΑΙ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΧΑΜΟΓΕΛΟΥΝ
Γράφει η Κυριακή Γανίτη
Πόσο σημαντικά είναι η εικόνα του εξωφύλλου,καθώς κι ο τίτλος ενός βιβλίου ώστε να επιλέξετε να τα διαβάσετε; Προσωπικά απαιτώ,ανάλογα με το είδος που πρεσβεύουν,να προσαρμόζονται εξίσου καί τα δύο αυτά χαρακτηριστικά των βιβλίων. Καλώς,ή,κακώς η πρώτη εντύπωση,-όπως πρεσβεύει καί η ψυχολογία-,είναι εκείνη που καθορίζει αν κάτι μας είναι αρεστό,ή,όχι. Τη στιγμή,λοιπόν,που έπιασα για πρώτη φορά στα χέρια μου το βιβλίο ''ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΦΟΒΑΤΑΙ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΧΑΜΟΓΕΛΟΥΝ" της συγγραφέως Véronique Ovaldé (Βερονίκ Οβαλντέ),που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gema,σε μετάφραση της κυρίας Ροζαλί Σινοπούλου,δεν σας το κρύβω πως ένιωσα μία έλξη προς το ασπρόμαυρο καί κάπως τρομακτικό σκηνικό που απεικονίζεται στο εξώφυλλο,καθώς καί στην έντονη αντίθεση τόσο στη γραμματοσειρά του ονόματος της συγγγραφέως καί του τίτλου,όσο καί τα χρώματα αυτών. Σαν να ''σπάνε'' αυτή τη μουντάδα,ζητώντας περισσότερη προσοχή από εμάς. Βέβαια,αυτές δεν παύει να είναι απλές δικές μου υποθέσεις,οι οποίες θα επιβεβαιώνονταν,ή,το αντίστροφο,αφού θα είχα διαβάσει όλο το βιβλίο.
Ας τα πιάσω καλύτερα από την αρχή. Όπως προείπα αυτή η εικόνα του εξωφύλλου προσπαθεί να μας προϊδεάσει,ίσως καί τρομάξει,σχετικά με κάτι φοβερό κι επικίνδυνο που μπορεί να καιροφυλαχτεί εκεί. Εγώ μπορεί να μην ένιωσα φόβο,αλλά παραπάνω μου ιντρίγκαρε την περιέργεια. Άραγε,τί μυστικά μπορεί να έκρυβε εκείνο το σπίτι μέσα στο δάσος; Ποιος/α μπορεί να κατοικούσε εκεί; Καί κυρίως για ποιον λόγο να το επιλέξει ως κατοικία; Ως προστασία από κάτι κακό,ή,ως ένα έξυπνο καί καμουφλαρισμένο καταφύγιο κάποιου/ας ενόχου; Οι απαντήσεις σίγουρα θα δινόντουσαν μέσα στο βιβλίο. Έπειτα,ήταν αυτός ο τίτλος ''ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΦΟΒΑΤΑΙ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΧΑΜΟΓΕΛΟΥΝ",που όσο απλός κι αν φαντάζει,θεωρώ πως υπονοεί περισσότερα απ΄όσα νομίζουμε. Άν το καλοσκεφτούμε,πόσες φορές βλέποντας έναν άνθρωπο να χαμογελά,αυτομάτως,κάνουμε τον συνειρμό καί καταλήγουμε,-όχι απαραίτητα ορθώς-,στο συμπέρασμα πως πρόκειται για ένα καλοσυνάτο,ευγενικό,άκακο κι ακίνδυνο άτομο; Έναν άνθρωπο άξιο εμπιστοσύνης; Κι όμως,οι κακοί άνθρωποι καί οι εγκληματίες δεν φέρουν πάνω τους πάντα κάποιο χαρακτηριστικό που να μας προειδοποιεί. Άλλωστε,πολλάκις έχουμε ακούσει ιστορίες για ενόχους με αγγελικό πρόσωπο καί άτομα υπεράνω πάσης υποψίας. Όμως να,εμείς εκεί να επιλέγουμε να πιστεύουμε στην φαινομενική καλοσύνη των ανθρώπων.
"Η Γκλόρια επέλεξε αυτή τη μέρα του Ιουνίου για να φύγουν. Παίρνει τις κόρες της από το σχολείο και ξεκινά μαζί τους χωρίς προειδοποίηση για ένα μακρινό ταξίδι. Οι τρεις τους αφήνουν πίσω τους τις ακτές της Μεσογείου με κατεύθυνση προς τον Βορρά, το αλσατικό σπίτι μέσα στο δάσος του Κάιζερχαϊμ στο οποίο η Γκλόρια, ως παιδί, περνούσε τις διακοπές της. Γιατί αυτή η ξαφνική λιποταξία; Από ποια απειλή θέλει να ξεφύγει; Για να το μάθουμε, πρέπει να πάμε πίσω, στα ταραγμένα νερά του παρελθόντος, να γνωρίσουμε τον Τζιοβανάνγκελι, που την πήρε υπό την προστασία του όταν πέθανε ο πατέρας της, να σηκώσουμε το πέπλο γύρω από τον θάνατο του Σαμουέλ, του πατέρα των παιδιών της –πού βρισκόταν η Γκλόρια εκείνο το βράδυ;– και να καταλάβουμε τελικά ποιον ρόλο μπορεί να έπαιξε ο δικηγόρος Σαντινί σε όλη αυτή την ιστορία." (Περίληψη οπισθοφύλλου)
Η συγγραφέας είναι αρκετά γνωστή στο αναγνωστικό κοινό,καθώς έχει ήδη στο ενεργητικό της 9 έργα,κι εγώ σήμερα είχα την ευκαιρία να την γνωρίσω για πρώτη φορά μέσα από το παρόν μυθιστόρημα,που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα ήπιο ψυχολογικό θρίλερ. Η συγγραφέας,λοιπόν,επιλέγει να μας εντάξει κάπως απότομα μέσα στην υπόθεση,πιστεύοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα κινήσει σε μεγαλύτερο βαθμό το ενδιαφέρον των αναγνωστών. Εμένα για να είμαι ειλικρινής,δεν μου έκανε εκείνο το ''κλικ'' εξ αρχής καί μου φάνηκε κάπως μπερδεμένο. Παρ΄όλ'αυτά,επέλεξα να συνεχίσω την ανάγνωση μήπως καί μάθω περισσότερα. Κι όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια,έπραξα ορθώς,αφού όσο κυλούσαν οι σελίδες έδειχνε να ξεδιαλύνεται το σκηνικό κι όλα να μπαίνουν στην θέση τους,δίνοντάς μας την τελική εικόνα καί οδηγώντας μας στο φινάλε.
Κατά την άποψή μου,το βιβλίο έχει τόσο θετικά,όσο καί λιγότερα καλά στοιχεία. Αρχικά,μου άρεσε η αμεσότητα καί κοφτή γραφή της συγγραφέως που δεν πλατιάζει καί δεν επαναλαμβάνει. Ίσως σε κάποια σημεία να μου έλειπε το συναίσθημα,αλλά καί πάλι αυτό δεν με ενόχλησε τόσο. Έπειτα,οι διάλογοι καί οι σύντομες προτάσεις ανάμεσα στα πρόσωπα μου εξέπεμπαν μία επιθυμητή αληθοφάνεια. Καί εδώ πάλι θα ήθελα μία πιο εις βάθος ψυχογράφηση των προσώπων. Θεωρώ πως είχαν να δείξουν παραπάνω,αλλά καί πάλι ίσως αυτή η φαινομενική τους ψυχραιμία να βοηθούσε ώστε να κλιμακωθεί το μυστήριο καί ο φόβος. Φόβος για εκείνον τον κίνδυνο που καραδοκεί καί απειλεί ό,τι αγαπάμε πιο πολύ. Καί εδώ που τα λέμε,δεν υπάρχει πιο μεγάλος φόβος για μία μητέρα από το να χάσει,ή,να πάθουν κάτι τα παιδιά της. Οφείλει,-όπως έκανε καί η κεντρική ηρωϊδα-,να γίνει σκληρή καί να αντιμετωπίσει τα πάντα γύρω της με αδυσώπητο τρόπο,ώστε να προστατέψει τα παιδιά της. Όχι,δε δικαιολογούνται τα πάντα,απλά προσπάθησα να μπω,έστω καί για λίγο,στην θέση της...
Εν κατακλείδι,μιλάμε για ένα βιβλίο που το διάβασα ευχάριστα καί μου άφησε αρκετά καλές εντυπώσεις (με τις όποιες ενστάσεις μου) καί σας προτρέπω να το αναζητήσετε κι εσείς,αν σας τράβηξε την προσοχή.
Καλή ανάγνωση!
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Véronique Ovaldé (Βερονίκ Οβαλντέ)
ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Personne n'a peur des gens qui sourient
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΡΟΖΑΛΙ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: GEMA
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου