ΟΜΗΡΙΑ Η ΑΝΕΙΠΩΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΞΕΡΙΖΩΜΟΥ ΤΗΣ ΤΖΟΥΜΑΓΙΑΣ
Γράφει η Κυριακή Γανίτη
«Με τους ζωντανούς οι ζωντανοί κι οι αποθαμένοι με τους αποθαμένους, μάτια μου. Δε φτουράει να στυλώνει κανείς το βλέμμα πίσω… Ό,τι έγινε έγινε κι ό,τι γράφει δεν ξεγράφει κι η ρημάδα η ζωή συνεχίζεται».
Ένα από τα χειρότερα πράγματα που μπορεί να συμβούν σε έναν άνθρωπο, σε κάποια στιγμή της ζωής του, είναι ο βίαιος καί καταναγκαστικός ξεριζωμός του από το σπίτι καί την πατρίδα του. Δυστυχώς, το προσφυγικό ζήτημα δεν είναι μόνο ''προνόμιο'' (με την αρνητική/σκωπτική έννοια) της εποχής μας, αλλά υπάρχει εδώ καί πάρα πολλά χρόνια ταλανίζοντας καί ρημάζοντας, αδιακρίτως, ανθρώπινες ζωές καί ψυχές... Η συγγραφέας Φανή Κεχαγιά, λοιπόν, μέσα από το νέο της ιστορικό μυθιστόρημα, με τίτλο ''Ομηρία'', αναφέρεται στην ιστορία πίσω από τον ξεριζωμό της Τζουμαγιάς. Ένα βιβλίο πλημμυρισμένο από εικόνες, επώδυνες θύμησες καί έντονα συναισθήματα...
''Άραγες τούτη η ζωή η τέταρτη θε να'ναι κι η τελευταία, για ο Θεός με λογαριάζει ν'αξιωθώ και πέμπτη;''
Για μένα η ανάγνωση αυτού του βιβλίου έμοιαζε σαν το ''άνοιγμα'' ενός παραθύρου που μου επέτρεπε να κοιτάξω βαθειά μέσα του, να γυρίσω πίσω στο παρελθόν καί να γίνω, κι εγώ με την σειρά μου, ένα κομμάτι της ιστορίας του τότε. Να μάθω πολλά καί να αισθανθώ ακόμα περισσότερα. Αλλά όχι! Δεν είναι ένα ακόμη βιβλίο που καταγράφει ιστορικά γεγονότα, μα θα μπορούσε να είναι η προσωπική ιστορία κάποιου δικού μας ανθρώπου, που είτε έζησε εκείνη την εποχή, ή, είχε γευτεί την πικρή αίσθηση της προσφυγιάς από κάποια άλλη, μα ποτέ λησμονημένη, χαμένη πατρίδα...
"Σεπτέμβρης, 1916. Ο Βούλγαρος διοικητής των Σερρών διατάζει τους κατοίκους της Τζουμαγιάς να εγκαταλείψουν μέσα σε δύο ώρες τα σπίτια τους. Η διαταγή βρίσκει την Αννού, κόρη του Βλάχου μεγαλέμπορου Σάντρου Ράσκου, ήδη δυο φορές ξεριζωμένη. Την πρώτη από την Τζουμαγιά, απ’ όπου έφυγε κρυφά με τον Τούρκο Φουρκάν, και τη δεύτερη από το Καβακλί της Ανατολικής Θράκης, όπου είχαν στήσει με τον Φουρκάν το σπιτικό τους. Η Αννού με την οικογένειά της ακολουθεί το μακρύ καραβάνι των ξεριζωμένων στην καταναγκαστική πορεία θανάτου, χωρίς να ξέρει πόσες ακόμη ζωές τής επιφυλάσσει η μοίρα της να ζήσει. Ένα κορδόνι ζωές ξηλωμένες αγαλιανά τον δρόμο τον μακρύ πήραμε. Για το πού κανείς δεν ήξευρε. […] Στην αρχή, ένα μοιρολόγι σιγαλό από γυναίκες ανέβαινε, ύστερα το πνιχτό αχολόι και το τροχάλισμα απ’ τις τόσες ρόδες απά στις πέτρες και των τόσων ποδιών το σούρσιμο κάθε άλλον θόρυβο τον κουκούλωσε. Οι κουβέντες έλειπαν… Δύο χρόνια μετά, με τη συνθηκολόγηση των Βουλγάρων, η οικογένεια του Σάντρου Ράσκου είναι ελεύθερη να επιστρέψει στα πατρογονικά εδάφη. Όμως, η Τζουμαγιά δεν υπάρχει πια∙ τα πετρόχτιστα σπίτια έγιναν αναχώματα στο πεδίο βολής Άγγλων και Βουλγάρων. Πόσες ακόμη απώλειες είναι γραμμένο να ζήσει η Αννού σ’ αυτή την αμφίβολη πορεία επιστροφής στα πάτρια;" (Περίληψη οπισθοφύλλου)
Θυμάστε που έχω αναφερθεί στα βιβλία, που ''μιλούν'' από μόνα τους καί εμείς χρειάζεται απλώς να τα ακούσουμε; Ε, λοιπόν, το παρόν βιβλίο, επάξια, ανήκει στην συγκεκριμένη κατηγορία. Έχουμε να κάνουμε με ένα άρτιο καί καλογραμμένο μυθιστόρημα που συναρπάζει μέχρι καί την τελευταία του σελίδα. Ένα βιβλίο που μέσα στις σελίδες του θα βρούμε μία άκρως ρεαλιστική απεικόνιση της τότε εποχής. Από τις αριστοτεχνικές περιγραφές των εικόνων, την αναφορά σε ήθη καί έθιμα, καθώς καί τον τρόπο ζωής καί επιβίωσης των καθημερινών ανθρώπων με τα όποια προβλήματα, επιθυμίες καί όνειρα έως καί την εις βάθος σκιαγράφηση των χαρακτήρων των προσώπων, το βιβλίο διαβάζεται με μία ανάσα. Αγαπημένο μου δε στοιχείο του βιβλίου η χρήση της τοπικής ντοπιολαλιάς του τότε που προσφέρει άλλη διάσταση σε όλο το κείμενο. Εγώ το απήλαυσα καί σας προτρέπω να το διαβάσετε κι εσείς.
Καλή ανάγνωση!
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Έξη.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου