Διαβάζοντας ένα απόσπασμα από το βιβλίο ''Προσευχή για τις καινούργιες πατρίδες''

Τίτλος: Προσευχή για τις καινούργιες πατρίδες
Συγγραφέας: Μιχάλης Μπουναρτζίδης
Εκδόσεις: Επτάλοφος

Ξύπνησε μουσκεμένος απ' το πάλεμα, αργά, για πρώτη φορά στη ζωή του, θα κόντευε μεσημέρι. Η Ανάστα με τη Φανή και τα δυο μικρά, ετοιμάζονταν να βγούνε, κρατούσαν στα χέρια κάτι πήλινα τσουκάλια.
-Που πάτε; ψιθύρισε βραχνά, η φωνή του σχεδόν δεν έβγαινε.
-Στο συσσίτιο, είναι ώρα…
-Ο Φανάκος;
-Δουλεύει απ' τα χαράματα στο καπνομάγαζο… κάνα μήνα τώρα, αλλά όπου να 'ναι θα σταματήσουν, θα δούμε τότε…
-Που είναι τα χαλκωματένια τσουμλέκια;
-Πουλήθηκαν!.. άστο τώρα Γιάγκο μου, θα τα πούμε με τη σειρά τους. Ξεκουράσου εσύ.
Μόλις έφυγαν, ντύθηκε με κάτι ρούχα που είχαν απομείνει στο μπαούλο, αφού τα ‘σφιξε καλά απάνω του να μην πέφτουν, και βγήκε έξω, δεν τον χωρούσε ο τόπος. Τα βήματά του τον πήγαν κατά τις άκρες της πόλης από μόνα τους, σχεδόν χωρίς να τα ορίζει. 

Σαν να ήταν ακόμα σε όνειρο, βρέθηκε στα μνήματα των Ρωμιών. Ξέφραγο και παρατημένο το μέρος, το θυμόταν μικρό πριν από τρία, τέσσερα χρόνια, λιγοστοί το χρειάζονταν τότε… έφτασαν όμως αυτά τα χρόνια για ν' απλωθεί, είχε πολλούς να χωνέψει από τώρα κι ύστερα… Ήσυχα ήταν, πολύ ήσυχα, το χώμα χορτασμένο απ' τη βροχή τη χθεσινή, μαλάκωνε τα βήματά του, να μη χαλάει η βουβαμάρα… μόνο κάνα δυο μαυροντυμένες γυναικείες σκιές, σαν φαντάσματα, σέρνονταν πιο απόμακρα, ανάμεσα στις λιγοστές πέτρινες πλάκες και στους ξύλινους σταυρούς, άλλους σαπισμένους, άλλους ακόμα ζωντανούς… Έψαχνε, αλλού διάβαζε ονόματα, αλλού είχαν μισοσβηστεί… κοντά σε μιαν άκρη, τους βρήκε, τους είχαν βάλει μαζί να ‘χουν συντροφιά ο ένας τον άλλο, να μη φοβάται ο Θοδωράκης μοναχός του, να ‘χει το γονιό του να τον φυλάει… Γονάτισε κι ακούμπησε το χέρι του στον κακοφτιαγμένο από δυο παλιά σανίδια σταυρό, το έσυρε πάνω απ' τα γράμματα που είχαν πάρει να σβήνουν κιόλας κι ας μην ήταν πολύς ο καιρός, έσερνε τα δάχτυλά πάνω τους σαν να τα μετρούσε ένα – ένα, να δει αν ήταν σωστά… έμεινε έτσι ώρα πολλή, παρέα με το φίλο του και με το ανίψι του, τόσα είχαν να πουν, μια μεγάλη συγχώρεση να τους ζητήσει, μια υπόσχεση να τους δώσει… Όταν κίνησε να γυρίσει είχε αρχίσει να ξαλαφρώνει, κι αισθάνονταν ακόμα πως ο Γαβρίλης κι ο Θοδωράκης θα τον συγχωρνούσαν…

Κοντοστάθηκε έξω απ' το μικρό εκκλησάκι χωρίς να τ' αποφασίζει για λίγο… παντέρημο κι αυτό, μαυρισμένο και σαφρακιασμένο, πνιγμένο απ' τον κισσό που είχε αρπαχτεί στα ντουβάρια του, ανάξιο να ρίξουν τη ματιά απάνω του ακόμη κι όσοι διαγούμισαν κι όσοι μαγάρισαν… Το τρίξιμο που έκανε η ξύλινη πόρτα του όταν την έσπρωξε για να μπει, τον έκανε ν' ανατριχιάσει κι ας ήταν μέρα μεσημέρι!.. Μέσα, μια τρύπα μισοσκότεινη, ανήλιαγη και μουχλιασμένη, φύλλα και χορτάρια σαπισμένα εδώ κι εκεί πάνω στις ροζιασμένες πέτρινες πλάκες, ανάκατα με παγωμένα σταλάγματα απ' τα κεριά… η Παναγιά με το Χριστό και μια χούφτα άγιοι, μαυρισμένοι κι άραχλοι, με δίχως χρώμα να ‘χει απομείνεια πάνω τους, μόνο ένα βλέμμα ζοφερό να σπαθίζει τον πηγμένο αέρα σαν για να τιμωρήσει όποιον βρεθεί στο διάβα του… σε μιαν άκρη το υφάδι μιας αράχνης στραφτάλιζε στο χλωμό φως που χωρούσε απ' το στενό παράθυρο κι έφτανε μέχρι το σβησμένο κερί που έγερνε φυτεμένο στο φτωχό τσαλακωμένο μανουάλι. Μόνο μπροστά στην Παναγιά με τον Ιησού στην αγκαλιά της, τσιτσίριζε ένα λαδοκάντηλο κι η ευωδιά του πάλευε να ξορκίσει την άρρωστη ανάσα της εγκατάλειψης… Ένοιωσε να πνίγεται εκεί μέσα… κοίταξε γύρω του, δεν βρήκε τίποτα, έπειτα τίναξε την αράχνη απ' το κερί, τ' άναψε απ' το καντήλι, το ξανάχωσε στο μανουάλι και πισωπάτισε βιαστικά, σαν να τον κυνηγούσαν οι άγιοι που δεν τους άναψε κερί, αυτό το μισολειωμένο ήταν μόνο για το φίλο και για τ ανίψι του!..

Περίληψη:

Ένα αφήγημα που αποκτά ακόμα και σήμερα ιδιαίτερη επικαιρότητα. Τι και αν αναφέρεται στο 1882 και στο 1922;

… Τσούγκρισαν τα ποτήρια τους.
– Υγεία!…
– Αυτό σίγουρα, αλλά να κάνουμε και καμιά ευχή ακόμα…
Τον κοίταξαν ερωτηματικά τον Αναστάση.
-… μια ευχή για τις καινούργιες πατρίδες που πηγαίνουμε… συνέχισε.
– Γι’ αυτές θέλει προσευχή! είπε ο Περικλής.
– Προσευχή;… απόρησε ο Μιχάλης.
– Προσευχή να κάνουμε… Προσευχή για τις καινούργιες πατρίδες!… να είναι τυχερές, να μη τις κουμαντάρουν ανίκανοι κι ανάξιοι!… μη τις χάσουμε κι αυτές!
– Αμήν!… έτσι κι αλλιώς εμείς δε θα χαθούμε…

Οι ιστορίες δυο ανθρώπων ξετυλίγονται παράλληλα, ανάμεσα στο 1882 και στο 1922, στα χρόνια που ο ένας πόλεμος μετά τον άλλο, άλλαξαν τον κόσμο τους, στη Θράκη που γεννήθηκαν κι έζησαν, στην Ελλάδα, σ’ όλα τα Βαλκάνια, σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Πολλά «γιατί» βρίσκουν απαντήσεις, «γιατί» που κρύβουν ιστορίες και δράματα, προσωπικά, οικογενειακά, αλλά πάνω απ’ όλα εθνικά, κρύβουν διωγμούς, συμπόνοια, θάνατο, ανθρωπιά, ντροπές, εξιλέωση.

*Τα πνευματικά δικαιώματα τόσο της εικόνας του εξωφύλλου όσο και του άνωθεν αποσπάσματος ΔΕΝ ανήκουν στο blog, αλλά αποκλειστικά στο συγγραφέα και στον εκδοτικό οίκο.

**Το απόσπασμα δημοσιεύεται κατόπιν συνεννόησης και συναίνεσης του συγγραφέα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μεικτή πραγματικότητα

Ο εραστής του Ντεβ Μάρτιν

Αφιέρωμα στα βιβλία: ''Δύο ξωτικά αλλιώτικα" & ''Φεγγαρόφωτα Παραμύθια"

Ο Τίμος γιορτάζει τα Χριστούγεννα & Ο Τίμος και τα μαγικά Χριστούγεννα

Η ΣΤΙΓΜΗ ΠΟY ΟΛΑ ΑΛΛΑΞΑΝ