Διαβάζοντας ένα απόσπασμα από το βιβλίο ''Η ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΒΙΟΛΙΟΥ"
Τίτλος: Η περιπλάνηση ενός βιολιού
Συγγραφέας: Μιχάλης Μπουναρτζίδης
Εκδόσεις: Κέδρος
……..Σ’ ένα αμυδρό πρασινωπό φως αριστερά του, μάντεψε δυο πρόσωπα πίσω απ' το θολό τζάμι της κόντρα γέφυρας. Ο τιμονιέρης κι ο τρίτος που είχαν βάρδια αυτή την ώρα, είχαν σηκώσει μάλλον τη γκριζόλα 1 * για να δουν την πορεία, ποιος ξέρει… Πλησίασε και κόλλησε σχεδόν το πρόσωπο στο πλαϊνό τζάμι για να δει καλύτερα μέσα, κάνοντας την παλάμη του κεραμίδι. Τον πήραν χαμπάρι κι ο τρίτος του έκανε νόημα να μπει. Έψαξε με αβέβαιο χέρι στα τυφλά το μάνταλο της πόρτας, κι όταν το πέτυχε, άνοιξε και μπήκε στη μισοσκότεινη γέφυρα. Ήταν ο τρίτος που μίλησε.
-Τι είναι σύντροφε, έχουμε αϋπνίες;
Το είπε χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει, το βλέμμα του έψαχνε μπροστά, στα σκοτάδια. Ήταν σαραντάρης και βάλε, σκούρος και σκαμμένος, τον είχε προσέξει με το φως της μέρας· η προφορά
του έλεγε Μαρσεγιέζος, αλλά κάτι πάνω του, θύμιζε Αλγέρι ή Τούνεζι 2 ** , δεν θα έπαιρνε κι όρκο όμως…
-Γιατί με είπες έτσι;
Αυτή τη φορά γύρισε κατά το μέρος του, μπορεί και να μισοχαμογέλασε, μέσα στο μισοσκόταδο της τιμονιέρας που να δεις…
-Θαρρείς πως είσαστε οι πρώτοι, εσύ κι ο φίλος σου;
Δεν απάντησε, περίμενε τον άλλον να συνεχίσει.
-…δεν είσαστε οι πρώτοι, στο λέω!.. Το μπάρκο Μαρσίγια 3 *** - Μπαρσελόνα το κάνω τακτικά… έχω δει κι άλλους σαν κι εσάς τον τελευταίο καιρό… στο ίδιο δρομολόγιο, με ψεύτικα χαρτιά!..
και σ' άλλα βαπόρια το ίδιο, οι περισσότεροι πηγαίνουν για Βαλένσια.
………………………………………………………………………………………
Κάθονταν σε μια πέτρα ο οργανοπαίχτης, λίγο έξω από μια σκηνή, σ ένα χωμάτινο βουναλάκι · η τραγιάσκα ψηλά και στραβά, το ασκί ακουμπημένο πάνω στα μαύρα πουτούρια 4 * , η
* γκριζόλα, η : μαλτ. gisiola : πυξιδοθήκη, καπάκι που σκεπάζει τη νύχτα την πυξίδα για να μη
βγαίνει το φως και εμποδίζει την ορατότητα
** Τύνιδα
*** Μασσαλία
2
φυσούνα μισοκρυμμένη κάτω απ' τα χοντρά κρεμαστά μουστάκια· τα μάτια του λαμπύριζαν σαν αναμμένα κάρβουνα μέσα στο μισοσκόταδο, τα χοντρά ροζιασμένα δάχτυλα κυλούσαν αργά πάνω στις τρύπες της ζαμπούνας 5 ** . Μαζεύονταν γύρω κι άλλοι, κι άλλοι, ήσυχοι, χωρίς κουβέντες, σαν να τους τραβούσε και να τους μάγευε ο αψύς ήχος της γκάιντας. Ο γκαϊτατζής στο δικό του κόσμο, μήτε που λογάριαζε το σμάρι που σφιχτοδένονταν ολόγυρά του, η ματιά καρφωμένη κάπου μακρυά, στο μισοσκότεινο πηχτό αέρα, τα δάχτυλα χάιδευαν τον αυλό σκορπώντας στον αέρα μουσικές αναλλοίωτες απ' τα βάθη του χρόνου… χάθηκαν για λίγη ώρα έτσι, μουγγοί, οι πιο πολλοί με μάτια που βούρκωναν, με δάκρυα που κυλούσαν κι ευτυχώς το σκοτάδι που πύκνωνε, δεν τ άφηνε να φανούν. Τότε κάτι σουσούρεψε στο γύρο, λίγο ξέσφιξε το ανθρωπομάνι σε μια μεριά, μια λεπτή κοντή φιγούρα προχώρησε διστακτικά κατά το βουναλάκι, κρατούσε και κάτι τυλιγμένο στα χέρια. Κάθησε δίπλα, έβαλε τη θήκη στα γόνατα, την ξετύλιξε απ' το πανί, την άνοιξε, έβγαλε από μέσα το βιολί και το δοξάρι, και περίμενε ήσυχα και σεβαστικά, να τελειώσει προς ώρας ο γκαϊτατζής το σκοπό που έπαιζε.
Πήρε κάμποσες στιγμές, όσο να τα βρουν τα όργανα μεταξύ τους, να ταιριάξουν τα δυο τους το καθένα με τη δικιά του ψυχή, δείχνοντας το δρόμο στους οργανοπαίχτες… να βρουν να δέσουν η θρακιώτικη γκάιντα και το βιολί το σπουδαγμένο στη Μικρασία, και να σηκώσουν τις κολασμένες ψυχές στον αέρα… κι όταν ζήτησαν και δυο τρεις φωνές το μερτικό τους, αντάμωσαν οι καρδιές και μάτωσαν, έκλαψαν τα μάτια, γέμισαν κουράγιο τα πνευμόνια… κι έπειτα μπήκαν στο χορό, πρώτα λιγοστοί, έπειτα πιότεροι, κι άλλοι, με τη σειρά τους και τακτικά, όχι σαν μπουλούκι να κοπανάνε ο ένας στον άλλο… Χόρευαν οι ανθρώποι και χόρευαν κι ίσκιοι τους αντάμα, μακριοί κι αλλόκοτοι, να κάνουν το δικό τους, κατά πως όριζε το παιχνίδισμα απ' τις φωτιές κι όχι τα όργανα· κι άναψαν και θέριεψαν κι άλλες φωτιές
* Μάλλινα παντελόνια-βράκες
** Αυλός
3
ολόγυρα, να βλέπουν στα σκοτάδια που πατάνε και που χορεύουν, και φωτίζονταν τα πρόσωπα χρυσαφένια και κοκκινωπά, κι ο ιδρώτας στόλιζε τα μέτωπα που λαμπύριζαν, κι ο κουρνιαχτός που σηκώνονταν απ' το διψασμένο χώμα λαμπύριζε κι αυτός και γίνονταν αμέτρητα αστέρια που στροβιλίζονταν κι αυτά στο δικό τους χορό …
………………………………………………………………………………………………
………………………………………………………………………………………….
…………………………………………….
Με τις πρώτες ζεστές μέρες, από παντού ακούγονταν η ίδια μελωδία. Ήταν οι νότες του «Τάμο νταλέκο», του λαϊκού τραγουδιού, που γεννήθηκε στο Γολγοθά των Σέρβων τον περασμένο χειμώνα, όταν κυνηγημένοι απ' τους Αυστριακούς και τους Βούλγαρους, έφτασαν, όσοι έφτασαν, στα Αλβανικά λιμάνια κι από κει στην Κέρκυρα. Τώρα το τραγουδούσαν στα καφενεία, στα στρατόπεδα, στα νοσοκομεία, στα καράβια που τους έφεραν στη Σαλονίκη. Απ' τους Σέρβους το πήραν και το τραγούδησαν οι Έλληνες, αλλά κι οι Γάλλοι, οι Εγγλέζοι, οι Ιταλοί που μόλις είχαν φθάσει, οι Μαροκινοί, οι Σενεγαλέζοι, οι Βιετναμέζοι, οι Ρώσοι φαντάροι… ριγμένοι εδώ απ' όλες τις μεριές του κόσμου, να πολεμήσουν. Οι πιο πολλοί δεν καταλάβαιναν τα λόγια, αισθάνονταν όμως πως η μελωδία έκρυβε μόνο καημό, καημό για τις πατρίδες που άφησαν πίσω τους, για τις φαμίλιες, για τα
σπίτια τους… Γι’ αυτό το είχαν ταιριάσει και τραγουδούσαν και στη δική τους γλώσσα. Οι Άγγλοι «Far away over there», οι Γάλλοι « Au loin, au loin sur Corfou »… Κάπως έτσι το τραγουδούσαν κι οι Έλληνες…
………………………………………………………………………………………………
………………………………………..
4
Ο Μανόλο δεν απάντησε, μόνο γύρισε το βλέμμα του γύρω-γύρω, αργά, προσεκτικά, σαν να προσπαθούσε να ταιριάξει τη φωνή που του φάνηκε πως άκουσε, με κάποια κίνηση, με μια φιγούρα
ανθρώπινη που να έκανε άλλα απ' το πλήθος. Η φωνή ξαναήρθε στ' αυτιά του, μπορεί και πιο δυνατά, δεν πρέπει να ήταν από πολύ μακρυά, μπορούσε να την ξεχωρίσει μέσα στην οχλοβοή. Πως ψήλωσε λίγο τη ματιά του, κι αυτή σταμάτησε σ' ένα δέντρο, απέναντι, ήταν δυο σκαρφαλωμένοι στα κλαδιά του, ό ένας φαίνονταν παιδαρέλι, ο άλλος απ' την άλλη μεριά… είχε κάνει χωνί την παλάμη του, ξαναφώναξε τ' όνομα, έπειτα κούνησε το χέρι του που κρατούσε ένα καπέλο… βεβαιώθηκε τώρα πια…
κούνησε κι αυτός το χέρι, έπειτα έδειξε τον εαυτό του και την Ελβίρα δίπλα του, σαν να ρωτούσε… ο άντρας απέναντι στο δέντρο, έκανε με το χέρι κάτι που θα έμοιαζε με ναι… ο Μανόλο έδειξε την Ελβίρα σαν να ρωτούσε, ο άντρας έδειξε πάλι ναι…
-Ελβίρα… για δες εκεί στ' αριστερά… εκεί πάνω στο δέντρο!..
-Που;..
-..εκεί που δείχνω, επάνω στο δέντρο, κάποιος κουνάει το χέρι κατά μας… εσένα φαίνεται να ζητάει!
Η γυναίκα γύρισε το βλέμμα, μισόκλεισε τα μάτια να διακρίνει καλύτερα… ο άντρας κουνούσε το χέρι χωρίς να σταματάει, φώναξε πάλι τ' όνομά της, τώρα που πρόσεχε τ' άκουσε!.. δεν καταλάβαινε… κάτι κρατούσε στο άλλο χέρι του, κάτω απ' τη μασχάλη… «δεν είναι δυνατό!»…
-Μανόλο, τι έχει κρεμασμένο στον ώμο του αυτός που φωνάζει τ' όνομά μου;… θήκη βιολιού είναι;
-Δεν ξεχωρίζω καλά από δω Ελβίρα… αλλά… θα μπορούσε να είναι… τι έπαθες;… Ελβίρα!.. Ελβίρα!.. έχεις γίνει πιο άσπρη από πανί!
Ξανακοίταξε προς τη μεριά του δέντρου, κι ίσα που πρόλαβε να δει τον άντρα που φώναζε, να γλιστράει προς τα κάτω και να
5
χάνεται για μια στιγμή μέσα στο πλήθος που τους χώριζε. Η Ελβίρα δίπλα του, με τα μάτια ορθάνοιχτα να μη κοιτάζουν πουθενά, έμοιαζε μαρμαρωμένη, σαν να την είχε χτυπήσει κεραυνός…
………………………………………………………………………………………………
……….
………………………………………………………………………………………………
…………………
Μερικοί εθελοντές, είχαν μισοξυπνήσει, αλλά δεν είχαν όρεξη για κουβέντες, ξαναβολεύτηκαν και συνέχισαν. Το φως, παρ' όλη την ανορεξιά του, κέρδιζε την μάχη την καθημερινή, δεν μπορούσε να
γίνει κι αλλιώς… Η θάλασσα, αριστερά τους καθώς κατέβαιναν κατά το νοτιά, φάνταζε ήσυχη και ατσάλινη, απέραντη, έφτανε να αγγίζει τα σύννεφα τα σταχτιά, λίγο ήθελε για να τα φτάσει, μια χαραμάδα περίσσευε… κι άξαφνα, ο ήλιος σαν να βγήκε από μέσα της, τρύπωσε ανάμεσα, ξέσχισε τα σύννεφα, ξέσπασε κι έβαλε φωτιά στο ατσάλι της θάλασσας!.. Ο Θωμάς σαν να πόνεσε απ' το φως, απ' την έκρηξη, έσφιξε τα βλέφαρα για να γλυτώσει, ξύπνησε μονομιάς κι έπειτα η ματιά του χάθηκε μέσα του να χορτάσει, ξεχνώντας τον πόνο και τον ύπνο. Εκείνη την ώρα που ξεπετάγονταν ο ήλιος μέσα απ' τη θάλασσα, ήταν αυτό το μεγαλείο που το θαύμαζε και δεν το χόρταινε, λίγες φορές που είχε τύχει να απλωθεί μπροστά στα μάτια του. Αυτές ήταν απ' τις στιγμές που τον έκαναν να νιώθει τόσο δα μικρός κι ασήμαντος, ένα τίποτα στην απεραντοσύνη, μόνος του ανάμεσα θάλασσα, γη κι ουρανό…
Μόνος;.. γύρισε κι είδε την Ελβίρα δίπλα του, είδε τα μάτια της, τα μελιά ή γκρίζα να έχουν γίνει χρυσά απ' τη φωτιά του ήλιου… να τον θωρούν μ' απορία.
-Πετάχτηκες καλέ μου… με ξάφνιασες!
-Ο ήλιος!.. ψιθύρισε εκείνος.
-Ο ήλιος… τι…
-Δεν είμαι πιά μόνος μαζί του!
Τον κοίταξε παραξενεμένη.
- Τι λές;
Της χαμογέλασε, έσκυψε λίγο και φίλησε τα μαλλιά της.
Ξαναγύρισε προς τη μεριά του παραθύρου. Τα σύννεφα τον είχαν
6
καταπιεί τον ήλιο, η Μεσόγειος ξαναπήρε τη γκρίζα πρωινή μουντάδα…
-Ήταν απ' τα πιο όμορφα που έχω δει!.. ίσως γιατί καθρεφτίστηκε και στα μάτια σου!.. το πιο όμορφο, κι ας ήταν για τόσο λίγο…
Η Ελβίρα χαμογέλασε και γουργούρισε ευχαριστημένη.
-Ποιητή μου!.. θα μου πεις τι είναι όλο αυτό;.. τι μονολογείς;
-Ποιητής δεν είμαι… κι είναι παλιά ιστορία, αν είχε τύχει θα την ήξερες από τότε…
-Όλο ιστορίες είμαστε, παλιές, μικρές, μεγάλες… λέγε, ώρα έχουμε πολλή.
-Να… στη Φώκαια που γεννήθηκα… στη Σαλονίκη μας μετά… ο ήλιος βγαίνει απ' τα βουνά…
-..!
-Πρώτη φορά το αντίκρυσα αυτό το μεγαλείο, όταν ήμασταν στο βαπόρι που μας έφερνε στη Σαλονίκη… το ’14… περνούσαμε κάτω απ' τη Λήμνο… έπειτα δυο τρεις φορές ακόμη, στο Μαρμαρά, στη Μαύρη Θάλασσα, μια φορά στη Βαλτική… αυτή πιο πριν ήταν η πιο όμορφη, σίγουρα!
-…και γιατί είπες, πως δεν είσαι πια μόνος με τον ήλιο;
-Γιατί είσαι εδώ, δίπλα μου. Τι άλλες φορές τον αντιμετώπισα μόνος μου.
………………………………………………………………………………………………
………………………………………………………………………………………………
………………..
Το βιολί στα χέρια του Θωμά, άρχισε να βγάζει μια μουσική αργή, παθιάρικη, μαυλιστική, ανατολίτικη, έμοιαζε με κελάρυσμα μαζί και κλάμα… μόνο προς στο τέλος κάπως πήγε πιο γρήγορα κι έκλεισε έτσι, σύντομο ήταν… κοντά τρία λεπτά, κράτησε δεν κράτησε. Ο Αντόνι ζήτησε να το ξαναπαίξει… το είχε πιάσει. Ο Θωμάς το ξαναέπαιξε, το ακομπανιάρισμα με την κιθάρα του ταβερνιάρη, σωστό, ολόσωστο, λες και το ήξερε από καιρό… ζωντάνεψε κι άλλο το τραγούδι. Ο Θωμάς έδειξε να επιδοκιμάζει, έριξε μια ματιά στον κάπελα, παραξενεμένος… Στ' αυτιά της
7
Ελβίρας δεν ήταν άγνωστοι οι ήχοι, οι άλλοι πάλι άκουγαν μαγεμένοι κι ας ήταν κάπως μακρινοί για τα ακούσματά τους.
-Είναι τραγούδι απ' τη Σμύρνη, Σμυρναίικο μινόρε το λένε… τέσσερις στίχοι όλοι κι όλοι, αλλά όπως ακούσατε, μακρόσυρτοι, σπαραχτικοί… γυναίκες το τραγουδάνε, και πιο καλά απ' όλες η Μαρίκα η Παπαγκίκα, απ' την Κω… προσπάθησα να κάνω να τραγουδάει το βιολί αντί για τη φωνή… αλλά αν τύχει και τ' ακούσετε απ' τη Μαρίκα, θα νιώσετε πως δεν έκανα τίποτα σπουδαίο… μουρμούρισε ο Θωμάς.
- Τα ξέρεις τα λόγια; Ρώτησε ο γερό Αλφρέδο.
- Τα ξέρω… αλλά τι θα καταλάβετε; Πως θα βγουν στη λαλιά σας;
- Όποια κι αν είναι η γλώσσα τους, αν έχουν ψυχή τα λόγια τα νιώθουμε!.. κι έπειτα στην ίδια θάλασσα είναι, κι η Βαρκελώνη κι η Σμύρνη! Ίδια είναι η ψυχή μας Γκρέκο… απ' τη Μεσόγειο! Έλα!
Πέστα μας!
Ο Θωμάς τα είπε, αργά, καθαρά, να προλαβαίνει η Ελβίρα να τα καταλαβαίνει και να τα εξηγεί… τα Ρωμέϊκα είχε να τα μιλήσει και να τ ακούσει χρόνια…
………………………………………………………………………………………………
………………………………………………………………………………………………
……………….
Ο Μαξίμ τον παρατηρούσε με βλέμμα ήρεμο. Άναψε τσιγάρο, τράβηξε μια δυό ρουφηξιές, φύσηξε τον καπνό ψηλά.
-Φαμά… να σε ρωτήσω κάτι;
-Λέγε.
-Τότε… αυτομόλησες στ αλήθεια;.. θέλω να πω, το είχες σκάσει κι ερχόσουν να μας βρεις;.. ή…
-ή, τι;..
-ή όταν κατάλαβες τι συμβαίνει, είπες ψέματα για να γλυτώσεις;
8
Ο Θωμάς τον κοίταξε ίσια στα μάτια, με ύφος περιπαικτικό, σκανδαλιάρικο… έκανε σαν παιδί.
-Εσύ τι νομίζεις;
-Άσε τώρα τι νομίζω, θέλω να μου πεις!
-…και δεν μου λες; Τώρα το θυμήθηκες να με ρωτήσεις;.. έπρεπε να περάσουν δέκα επτά χρόνια και βάλε;
Ο Μαξίμ τον κοίταξε με ύφος σοβαρό, μπορεί κι απολογητικό.
-Πολλές φορές θέλησα να σε ρωτήσω…
-Αλλά;
-Αλλά δίσταζα… δεν ήξερα τι θα έκανα αν η απάντησή σου δεν θα μου άρεσε!.. ειδικά εκείνα τα πρώτα κολασμένα χρόνια… κι αργότερα, όταν φύγαμε, πάλι δεν αποφάσισα να σε ρωτήσω, φοβόμουν μήπως κάτι αλλάξει μέσα μου…
Ο Θωμάς σοβάρεψε απότομα.
-…και τώρα ήρθε η στιγμή… τυχαία και ξαφνικά… θα σου πω και δεν θέλω να το ξανασυζητήσουμε, αυτό, το συγκεκριμένο!
-Ναι…
-Εκείνες τις μέρες, το σκεφτόμουν… το σκεφτόμουν συνέχεια, όταν δηλαδή είχα χρόνιο να σκεφτώ… σχεδόν το είχα πάρει απόφαση, σχέδιο βέβαια δεν είχα ετοιμάσει. Απ' την άλλη, κι αυτό πρέπει να στο πω, ήταν και κάποια πράγματα που με κρατούσαν πίσω… ξέρεις, συντροφικότητα, τουλάχιστον με ορισμένους, ή αίσθηση πως ανήκεις εκεί που μεγάλωσες, το άγνωστο μπροστά, οι γέφυρες που θ' άφηνα κομμένες πίσω μου… κι ακόμη κάτι, ίσως το κυριότερο… αν δεν είχα χάσει τότε την Ελβίρα, θα πρόσεχα περισσότερο, θα είχα λόγο να φροντίσω να γυρίσω!
-Καταλαβαίνω…
-Τα άφησα όλα στην τύχη εκείνες τις μέρες… έτσι κι αλλιώς, δεν είχα μάθει να σχεδιάζω τη ζωή μου…
-Πως σχεδιάζεται μια ζωή; Αναρωτήθηκε η Ελβίρα.
Σώπασαν κι οι τρεις για λίγο. Έπειτα ξαναμίλησε ο Θωμάς.
-Είχα χαθεί εκείνο το βράδυ Μαξίμ… κι η τύχη μ' έσπρωξε στη στάση του τραίνου, να φυλαχθώ μέχρι να ξημερώσει!
9
Μόνο ο Μαξίμ κι εγώ είχαμε κάτι παραπάνω. Εκείνος, όταν έτρωγε κάτι, το έκανε σεμνά, αλλά ήταν αδιάφορος αν τον έβλεπαν οι άλλοι… εμένα δεν μου κατέβαινε η μπουκιά, όταν ένιωθα πως με κοίταζαν… έφτασα να τρώω μόνο τη νύχτα… ήταν η τρίτη μέρα του ταξιδιού θαρρώ, όταν ένιωσα στο μισοσκόταδο τα μάτια της Σόνιας επάνω μου, μάλλον στην πατάτα που έτρωγα… η γριά φαίνονταν να κοιμάται. Την κοίταξα προσπαθώντας να διακρίνω καλύτερα το βλέμμα της… της πρότεινα τη μισή, την άρπαξε σχεδόν… η γιαγιά της το είδε και την αγριοκοίταξε. Της ψιθύρισε κάτι στ' αυτί… κι αυτή μου έδωσε πίσω την πατάτα!.. Κατάλαβα, το κόκκινο αστέρι στη στολή μου ήταν που έφταιγε. Δεν την έφαγα ούτε εγώ, την ξανατύλιξα…
-Αξιοπρέπεια…. Ψιθύρισε αβέβαια η Ελβίρα, που άκουγε τόση ώρα χωρίς να μιλάει.
-Ναι, μπορεί… όμως αν ήταν ένα χρόνο μετά, αυτή η ίδια σκηνή, δεν νομίζω πως η αξιοπρέπεια κι η πολιτική αντίθεση, θα μπορούσαν να νικήσουν την πείνα!
-Τι θέλεις να πεις…
-Θέλω να πω, πως η πείνα του ’21 και του ΄22, δεν άφησε περιθώρια για αξιοπρέπεια! Άλλωστε αν δεν πέθαναν απ' την πείνα η Σόνια κι η γιαγιά της, το χρωστάνε σε μένα!
-Δηλαδή εσύ και η…
-Αν σκέφτεσαι τη Σόνια… ναι… άλλωστε δεν έχει νόημα να σου κρύβω κάτι.
-Όχι αγάπη μου δεν έχει νόημα, πες μου…
-Για τη Σόνια ή για την πείνα;
-Νιώθω σωστά πως πάνε μαζί αυτά;
-Μμμ… ναι, θα μπορούσε να ήταν κι έτσι.
………………………………………………………………………………………………
………………………………………………………………………………………………
………………………………………………………………………………………………
..
-Αλήθεια Αλβάρ, αληθεύουν αυτά που ακούγονται;
10
-Μόνο αληθεύουν Ελβίρα; Οι Regulares 6 * σκοτώνουν αδιακρίτως, γυναίκες, παιδιά, νέους, γέρους, άοπλους… Οι φαλαγγίτες βιάζουν κι έπειτα γράφουν στους τοίχους των σπιτιών «οι γυναίκες σας θα γεννήσουν φασίστες»! Μια κουβέντα ενός δικού τους αρκεί για να καταλήξεις στη φυλακή ή στο απόσπασμα… ακόμη και διαφορές που μπορεί να υπήρχαν πριν απ' τον πόλεμο για οποιοδήποτε θέμα, τώρα λύνονται με μια καταγγελία… αν είσαι με τη δημοκρατία και το φωνάξεις, μπορεί να βρεθείς
φυλακή, χωρίς να το καταλάβεις!.. μπορεί να μη χρειαστεί ούτε να το φωνάξεις…
-Γίνανε όμως κι από δω…
-Τα περισσότερα ήταν απ' αυτά που δεν μπορείς να τ αποφύγεις, σε τέτοιες συνθήκες! Οι πιο πολλοί απ' αυτούς που εκτελέσαμε, ήταν με τους στασιαστές, επίορκοι και προδότες της νόμιμης κυβέρνησης, τα ξέρεις δα και δεν καταλαβαίνω γιατί έχεις αμφιβολίες. Όμως δεν γεμίσαμε εμείς στάδια και σχολειά και
δημόσια κτίρια με κρατούμενους γιατί δεν χωράνε πια οι φυλακές, ούτε στήνουμε χιλιάδες στον τοίχο μόνο και μόνο επειδή είναι με τη δημοκρατία, όπως κάνουν οι φασίστες! Κι αυτοί που έκαψαν εκκλησιές και παπάδες, δεν πρέπει ν' ανήκουν στις τάξεις μας, μόνο ζημιά έχουν κάνει τελικά, μαθαίνονται αυτά στο εξωτερικό, η προπαγάνδα δουλεύει… κι ας ήθελαν κρέμασμα οι περισσότεροι παπάδες, τις απόψεις μου τις ξέρεις! Πέρα απ' τις γραμμές, όπου έχει επικρατήσει η ανταρσία και ξαναπήραν τ' απάνω τους, κάνουν τα χειρότερα κι απ' τους πιο βαμμένους φασίστες!.. στο όνομα της Εκκλησίας!..
-Έλα, συνέχισε Αλβάρ, είπε μαλακά ο Θωμάς.
-Ορίστηκε επιτροπή υπεύθυνη για την πρωτεύουσα, και διοικητής της ποιος; Ο Στρατηγός Miaja! Μόνο που δεν έκλαιγε ο γελοίος, θεώρησε πως ήθελε η κυβέρνηση να τον θυσιάσει! Αυτόν βρήκαν! Έναν άχρηστο, φλύαρο και ανίκανο αριβίστα, χωμένο παντού, σ' όλες τις οργανώσεις, ακόμα και στον σχεδιασμό της ανταρσίας πριν από λίγους μήνες! Οι κομμουνιστές μέσω του
* Στρατεύματα απ' το Ισπανικό Μαρόκο.
11
τύπου τον έκαναν ήρωα κι αυτός για να τους ευχαριστήσει έγινε μέλος του κόμματος! Ο ίδιος πριν από λίγα χρόνια έλεγε πως οι σοσιαλιστές πρέπει να εκτελούνται!
-Γνωστά είναι αυτά, μουρμούρισε ο γερό Αλφρέδο.
-Εμείς τώρα τ' ακούμε, αντιγύρισε ο Μαξίμ
………………………………………………………………………………………………
………………………………………………………………………………………………
………………………………………
.… ρωτάς αν ήμουν εκεί;.. αφού το είπα… «πήγαμε»! Αν δεν είχε παγώσει η θάλασσα, δεν θα καταφέρναμε ποτέ να πάρουμε το φρούριο, μια νύχτα στα μέσα του Μάρτη… απώλειες; Χιλιάδες κι
απ' τις δυό μεριές! Εκτελέσαμε πολλούς ναύτες επί τόπου! Χιλιάδες φορτώθηκαν για τη Σιβηρία, αρκετοί κατάφεραν να το σκάσουν στη Φινλανδία… με ρωτάς καμμιά φορά, τι κρίματα έκανα και μαλώνω με τον ύπνο χρόνια τώρα… αν σκότωσα κι εγώ;.. αυτό λέω… το είχα ξανακάνει κι άλλες φορές στις μάχες, σκότωνα για να μη σκοτωθώ, έτσι είναι ο πόλεμος, ακόμα κι αυτή η αρρώστια που λέγεται εμφύλιος… αλλά εδώ ήταν ολωσδιόλου αλλιώτικο… σκότωσα συντρόφους που πολεμήσαμε στην ίδια μεριά, εκτέλεσα μερικούς ενώ είχαν παραδοθεί!.. εκτελούσα διαταγές… σκατά!.. άτιμο πράγμα που δεν συγχωριέται!.. κι ακριβώς την άλλη μέρα, μαζί με το Κόμμα και το Λαό, έπρεπε να
γιορτάσω τα πενήντα χρόνια απ' την Παρισινή Κομμούνα! Χρειάστηκαν μέρες για να πει ο σύντροφος Λένιν, «η Κρονστάνδη φώτισε την πραγματικότητα σαν κεραυνός»! Μόνο που εμένα, και δεν ξέρω πόσους άλλους μας κυνηγούν ακόμα φαντάσματα! Με ρωτάς για τον Μαξίμ… τα ίδια έκανε κι αυτός!
Αν κοιμάται εύκολα;.. κοιμάται, είναι χοντρόπετσος Ρώσος, αυτό μην το ξεχνάς ποτέ. Προσθέτει, αφαιρεί, κάνει απολογισμό, και πηγαίνει παρακάτω. Θυμάμαι όμως όταν έτυχε να συναντηθούν
οι ματιές μας, όταν κοιτάξαμε ο ένας τον άλλο τη στιγμή της νεκρικής σιωπής που πέφτει μετά τον ορυμαγδό, τη στιγμή που σίγησαν τα όπλα κι έμεινε ο αέρας ακίνητος κι οι ανάσες παγώσαν… σαν να καθρεφτίζονταν τα μάτια μου στα δικά του κι
12
εκείνου στα δικά μου… και μιλούσαμε και καταλαβαινόμαστε πολλές φορές με το βλέμμα… κι είπαν πολλά ετούτη την ώρα τα μάτια μας, αλλά κουβέντα βγήκε μόνο μια απ' τα χείλη του, που ακούστηκε λίγο ξεκάρφωτη εκείνη τη στιγμή…
«Φαμά, έμαθες πως πριν ένα μήνα περίπου κηδεύτηκε στη Μόσχα ο Πρίγκηπας Κροπότκιν;»…
σημαδιακό;...
έτσι το κατάλαβα μετά που το ξανασκέφτηκα και μπορεί να ήταν στ' αλήθεια...
………………………………………………………………………………………………
………………………………………………………………………………………………
………………………………………………………………………………………………
…………………….
………………………………………………………………………………………………
…………………………………………………………………………………….
Πρώτα αγκαλιάστηκαν, ώρα πολλή, ύστερα κοιταχτήκανε λες και δεν χόρταιναν ο ένας τον άλλο, έπειτα άρχισαν τις χοντράδες τους.
-Έλεγα πως κάπου θα είσαι παραχωμένος, αλλά φαίνεται πως η Σπανιόλικη γη δεν μπορεί να χωνέψει το Ρώσικο τομάρι σου… θα έπαθε δυσπεψία και σε ξέβρασε πάλι πίσω, στον απάνω κόσμο!
-Είναι πολύ ξερή για να λιώσει τομάρια σαν το δικό μου Φαμάς Αλεξάντροβιτς. Εδώ αναρωτιέμαι αν μπορεί να χωνέψει ακόμη και τα κρύα αστεία σου…
-Μπα;.. αποκτήσαμε και χιούμορ στην απέναντι μεριά, φίλε; Το έχασαν οι φαλαγγίτες και το βρήκες εσύ;
-Δεν νομίζω πως είχαν ποτέ, για να το χάσουν Φαμάς… σοβαρεύτηκε ο Μαξίμ.
-Γιατί, μήπως έχουν οι από δω; Ο Θωμάς σκυθρώπιασε κι αυτός με μιας.
Κοίταξε το ρολόι του.
-Αλλάζω βάρδια σε μισή ώρα. Έχω καφέ, θέλεις; Έχεις φάει κάτι;
-Φτιάξε ένα καφέ και για φαϊ βλέπουμε αφού τελειώσεις. Δεν έχω δει ακόμη κανένα, μόλις έφτασα στο σταθμό κι ήρθα από δω να σε βρω. Η Ελβίρα τι κάνει;
-Έχει βάρδια κι αυτή στην Τηλεφωνική. Αλλάζει στις έξη.
Ξαφνικά σταμάτησε κι αφουγκράστηκε τον αέρα.
13
-Τ' άκουσες αυτό;
Ο Μαξίμ κοντοστάθηκε κι αυτός ανήσυχος.
-Τόσα χρόνια, λες να μην ξεχωρίζω τις τουφεκιές;.. κι ας είναι μακρυά… μακρυά είναι, σίγουρα…
-Μακρυά, αλλά μέσα στην πόλη… και δεν σταματάνε! Περίμενε να κλείσω την πόρτα, να πάρω το σάκο μου και φύγαμε!
-Κι η βάρδια;
-Ποιος σκέφτεται τη βάρδια τέτοια ώρα, έλα μέσα!
…………………………………………………………………………………………..
Περίληψη:
Ο Αλέκο εφέντης φτάνει απ’ τη Φώκαια της Μικρασίας, το 1914, στη Θεσσαλονίκη με τη γυναίκα και τα πέντε παιδιά του, ανάμεσά τους και τον έφηβο Θωμά.
Η ζωή του Θωμά θα συνδεθεί μ’ ένα βιολί που προέρχεται κι αυτό από τη Μικρασία. Οι δυο τους ανταμώνουν στα χώματα του προσφυγικού καταυλισμού στο Ζεϊτενλίκ, σ’ έναν απρογραμμάτιστο χορό που ξεσήκωσε η γκάιντα κάποιου Θρακιώτη πρόσφυγα. Το βιολί γίνεται η αφορμή για ένα ακόμη αντάμωμα: ο Θωμάς γνωρίζει την Ελβίρα, τη θυγατέρα ενός Εβραίου υφασματέμπορα, στη Σαλονίκη του Διχασμού και της μεγάλης πυρκαγιάς.
Ύστερα από μερικά χρόνια, ο Θωμάς, άντρας πια, και το βιολί συναντιούνται μ’ έναν ταγματάρχη του Κόκκινου Στρατού στις παγωμένες ερημιές της Ουκρανίας, κατά τη διάρκεια του ρωσικού εμφυλίου.
Ο άντρας και το βιολί περιπλανιούνται στην ταραγμένη Ευρώπη του Μεσοπολέμου. Ζουν παρέα στα χαμαιτυπεία του Βερολίνου, της μητρόπολης των παθών, την εποχή της ανόδου των ναζί. Τα γυρίσματα της μοίρας τούς φέρνουν στην αναρχική Βαρκελώνη του 1936, στα χρόνια του ισπανικού εμφυλίου, την ημέρα της κηδείας του Μπουαναβεντούρα Ντουρούτι.
Περίπου τρία χρόνια μετά, η περιπλάνηση συνεχίζεται…
*Τα πνευματικά δικαιώματα τόσο της εικόνας του εξωφύλλου όσο και του άνωθεν αποσπάσματος ΔΕΝ ανήκουν στο blog, αλλά αποκλειστικά στο συγγραφέα και στον εκδοτικό οίκο.
**Το απόσπασμα δημοσιεύεται κατόπιν συνεννόησης και συναίνεσης του συγγραφέα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου