Διαβάζοντας ένα απόσπασμα από το βιβλίο ''ΑΠΟΔΟΧΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ"
Τίτλος: ΑΠΟΔΟΧΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ
Συγγραφέας: Μιχάλης Μπουναρτζίδης
Εκδόσεις: Επτάλοφος
Το Υφυπουργείο Τύπου και Τουρισµού (ΥΤΤ), ήταν επιφορτισμένο επίσημα με «Την Διαφώτισιν της Δηµοσίας Γνώµης», στην πραγματικότητα µε την καθεστωτική προπαγάνδα και την λογοκρισία. Η ∆ιεύθυνσις Εσωτερικού Τύπου περιελάµβανε Τµήµα Παρακολουθήσεως Εσωτερικού Τύπου, Γραφείον Εποπτείας του Εσωτερικού Τύπου και Γραφείον Λαϊκής ∆ιαφωτίσεως. Στην αρµοδιότητα του Γραφείου Εποπτείας υπαγόταν η εποπτεία των εφημερίδων, περιοδικών, βιβλίων και εντύπων εν γένει, των θεατρικών και κινηματογραφικών έργων, των διαλέξεων, δίσκων γραμμοφώνων, ραδιοφωνικών εκπομπών κ.λπ.
Σ’ αυτό το γραφείο είχε τοποθετηθεί σαν προϊστάμενος ο Νίκος, Δικηγόρος τελειωμένος πια, ή άνοδός του στο σύστημα που είχε στήσει ο Μανιαδάκης, ήταν αλματώδης, τον βοήθησαν πολύ και τα άρθρα που έγραφε στο μηνιαίο περιοδικό «Νέον Κράτος» του εθνικοσοσιαλιστή δημοσιογράφου Αρίστου Καμπάνη. Όντας φίλος από τα χρόνια της Νομικής όπου σπούδαζαν, με τους Βήχο και Φαραντάτο, υψηλόβαθμα στελέχη της ΕΟΝ, είχε αποκτήσει γνωριμίες και προσβάσεις παντού, οι εποχές που έψαχνε για μεροκάματο στα ανθρακωρυχεία της Καλογρέζας, είχαν περάσει προ πολλού.
Την Εμινέ-Μαρία, που του είχε πάρει το μυαλό, τη φρόντισε με το παραπάνω. Την έστειλε να εκπαιδευτεί σαν νοσοκόμα κι έπειτα την διόρισε στον Ευαγγελισμό. Έβαλε ακόμη το χέρι του να γίνει ο Αλέκος μάγειρας πρώτος σε πιο καλό εστιατόριο. Οι επιφυλάξεις που είχε αυτός για το ποιόν και τις επιδιώξεις του Νίκου παραμερίστηκαν κάπως, άρχισε να νιώθει κάτι που έμοιαζε με ευγνωμοσύνη για ό,τι έκανε για τους δυο τους, κι ας δούλευε μέχρι αργά τα βράδια, κι ας γύριζε στο σπίτι σχεδόν μεσάνυχτα κι έπεφτε για ύπνο κατάκοπος. Παρ’ όλο που είχε αρχίσει κάπως να ξυπνάει και να προσέχει, δεν είχε πάει ο νους του για το τι γινόταν πίσω απ’ την πλάτη του, δεν ήξερε πότε είχε βάρδια η Εμινέ-Μαρία, ποιες μέρες ή νύχτες δούλευε, πότε είχε ρεπό. Κάποιος έπρεπε να βρεθεί να του ανοίξει τα μάτια, αλλά δεν υπήρχε κανείς να μιλήσει, οι σπιτονοικοκυραίοι του που κάτι είχαν υποψιαστεί, έτρεμαν μην πάθουν καμμιά ζημιά από τον Νίκο και το σινάφι του.
*
Εκείνο το πρωί, όταν την ξύπνησε τραβώντας το σεντόνι κι απολαμβάνοντας την υπέροχη γύμνια της, μόλις είχε τελειώσει τη νυχτερινή βάρδια της, έτσι ήξερε ο Αλέκος, αλλά δεν ήξερε πως την μέρα που ξημέρωσε είχε ρεπό, νόμιζε πως θα συνέχιζε μέχρι το απόγευμα και θα γύριζε στο σπίτι πτώμα απ’ τη δουλειά, την ώρα που εκείνος θα ξεκινούσε για το εστιατόριο. Όλα τα κανόνιζε ο Νίκος, η προϊσταμένη στο νοσοκομείο του είχε υποχρέωση.
Το χέρι του χάιδεψε την πλάτη της, έπειτα σύρθηκε πιο κάτω, στα πλούσια μεριά της. Εκείνη γύρισε
γουργουρίζοντας και κόλλησε επάνω του.
-Δεν χόρτασες;
-Το ξέρεις πως δεν σε χορταίνω.
-Μμμμ…
-Το ξέρεις επίσης πως δεν αντέχω να σε μοιράζομαι μ’ αυτόν… Τι θα γίνει, πότε θα του το πεις;
-Νίκο, όλο λέω να του το πω κι όλο τ’ αφήνω για άλλη φορά, στο έχω πει τόσες φορές, τον λυπάμαι. Μου έχει φερθεί τόσο καλά, με γλύτωσε απ’ όσα σου έχω πει. Να ήξερες μόνο πόσο δύσκολο είναι για μένα, να ήξερες…
Εκείνος αναστέναξε, ξεφύσησε, έψαξε τα τσιγάρα του δίπλα, στο κομοδίνο.
-Κάποια στιγμή πρέπει να τελειώνει αυτή η ιστορία, γκρίνιαξε με φωνή που ξέφυγε μέσα απ’ τα δόντια του σαν ψίθυρος, τον άκουσε μόνο ο ίδιος.
Στο μυαλό του εδώ και μέρες, είχε αρχίσει να τριγυρίζει μια ιδέα, να τον βγάλει απ’ τη μέση τον Αλέκο, δύσκολο δεν ήταν γι' αυτόν, αλλά ήθελε να το κάνει με τρόπο, να μην καταλάβει τίποτε η Μαρία.
Τότε που μάζευαν κι έκαιγαν τα απαγορευμένα βιβλία, ο ίδιος μάλιστα είχε συμμετάσχει σε μια πυρά στο Πασαλιμάνι, κρατούσαν και μερικά στις αποθήκες, ήταν φορές που μπορεί να χρησίμευαν για κάποιες δουλειές, όπως τώρα, για να κάνει αυτό που σκεφτόταν. Είχε μια ιδέα πως θα γινόταν πάνω κάτω. Ήξερε αρκετά απ’ τα βιβλία που βρίσκονταν στις αποθήκες, φυσικά του Μαρξ, την καταγωγή των ειδών του Δαρβίνου, είχε βάλει το χέρι της η εκκλησία γι’ αυτό, αλλά και έργα του Φρόιντ, του Μπέρναρντ Σο, του Ανδρέα Καρκαβίτσα, του Ανατόλ Φρανς, του Χάινριχ Χάινε, του Γκαίτε και του Ιμάνουελ Καντ, του Μαξίμ Γκόργκι, του Λέοντος Τολστόι και του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, η εθνικότητα των τελευταίων ήταν αρκετή, του Παπαδιαμάντη, την ζωή εν τάφω του Μυριβήλη, μέχρι και έργα του Αριστοτέλη και του Θουκυδίδη, θυμόταν μάλιστα πως είχαν απαγορευτεί απ’ την διδασκαλία στα σχολεία η Αντιγόνη κι ο Επιτάφιος. Ο Αλέκος βέβαια δεν διάβαζε ούτε εφημερίδα, αλλά αυτό δεν είχε και πολλή σημασία.
*
Τον Δεκέμβρη του ‘39 ιδρύθηκε η Εθνική Λυρική Σκηνή σαν τμήμα του Εθνικού Βασιλικού Θεάτρου. Η πρώτη παράσταση δόθηκε στις 5 Μαρτίου του ‘40 με την οπερέτα του Γιόχαν Στράους Η Νυχτερίδα, στην σκηνή του νεοκλασικού θεάτρου του Τσίλλερ, στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου. Εκεί συναντήθηκαν για πρώτη φορά, στο διάλειμμα, ο Νίκος με τον Τόμας Ντώσον, πολιτιστικό ακόλουθο της Βρετανικής Πρεσβείας, τους σύστησε ένας κοινός γνωστός. Τα Αγγλικά του Νίκου ήταν πολύ καλά, τα Ελληνικά του Ντώσον βελτιώνονταν γρήγορα, έτσι κουβέντιασαν άνετα για αρκετά θέματα που πήγαν πιο πέρα κι από τις «πολιτιστικές» αρμοδιότητές τους.
-Πάντως έχω την εντύπωση πως σας έχω ξαναδεί κι αλλού, είπε κάποια στιγμή ο Νίκος.
-Πολύ πιθανό, κυκλοφορώ αρκετά. Σε κάποιο αρχαιολογικό χώρο ίσως; Βλέπετε η αγαπητή μου σύζυγος θέλει να τα δει όλα και δεν της χαλάω χατίρι, απάντησε ο Τόμας περνώντας τρυφερά το μπράτσο του πάνω απ’ τον ώμο της Φάνιας, που χαμογελούσε αμήχανη, από Αγγλικά και Ελληνικά δεν είχε μάθει πάνω από είκοσι, τριάντα λέξεις, κλεισμένη όπως ήταν στο διαμέρισμά τους, κάπου χαμηλά στην Πατησίων. Ο άντρας της είχε διαλέξει να μείνουν εκεί, μακρυά από την Πρεσβεία και τις οικογένειες των άλλων υπαλλήλων, δεν ήθελε και δεν έπρεπε να έχει κοινωνικές επαφές μαζί τους γιατί είχε σαν κανόνα να μην έχει εμπιστοσύνη σε κανέναν, για μερικές αρμοδιότητές του ήξερε μόνο ο Πρέσβυς, αλλά κι αυτός όχι για όλες. Την σύζυγο δεν την ήξεραν στην Υπηρεσία, κι εκείνο το βράδυ της παράστασης την είχε πάρει μαζί του επειδή δεν ήταν επίσημη πρώτη, και δεν θα βρισκόταν εκεί κανείς άλλος απ’ τους υπαλλήλους της Πρεσβείας. Ήταν μια ευκαιρία για αυτήν να ξεσκάσει λίγο, αν και δεν της έλειπαν οι εκδρομές και οι εξορμήσεις στους αρχαιολογικούς χώρους, στην Αττική αλλά και στην υπόλοιπη χώρα, μέχρι και στην Κρήτη είχαν πάει κι όχι μόνο μια φορά.
«Κάπου αλλού σε είδα» έλεγε μέσα του ο Νίκος, έπειτα κάτι του ήρθε στο μυαλό ξαφνικά και δεν δίστασε να το πει, ήθελε να συνεχίσει τη συζήτηση με κάθε τρόπο.
-Στο Φάληρο ή στον Υμηττό σας έχω δει;
Ο Ντώσον δεν μίλησε για μια στιγμή, έκρυψε έντεχνα την έκπληξή του, φορώντας ένα ύφος ενοχλητικά υπεροπτικό, από καταγωγή και παιδεία δεν του ήταν δύσκολο, το αντίθετο, το ύφος έβγαινε φυσικά και αυθόρμητα.
-Έχει αρχαιότητες εκεί; Ρώτησε αμέσως μετά, δήθεν απορημένος.
Ο Νίκος χαμογέλασε, μη δείχνοντας αν ενοχλήθηκε.
-Δεν είμαι σίγουρος για αρχαιότητες, αλλά στον Υμηττό είναι το Καλυκοποιείο του Μποδοσάκη και στο Φάληρο το Εργοστάσιο Αεροπλάνων, απάντησε κοιτάζοντάς τον με νόημα.
-Κι αυτά περιλαμβάνονται στα ενδιαφέροντα του Γραφείου που προΐσταστε;
Ο Νίκος χαμογέλασε με νόημα.
-Μπορεί, απάντησε.
Ήταν φανερό πως από εκεί και πέρα είχαν βρει σημείο επαφής, ο καθένας για τους δικούς του λόγους.
Το δεύτερο κουδούνι χτύπησε, για να επιστρέψουν στις θέσεις τους οι θεατές.
Συμφώνησαν να βρεθούν κάπου αλλού, μόνοι τους, να συζητήσουν, κι όταν αυτό έγινε, οι Γερμανοί είχαν ήδη μπει στο Παρίσι και βομβάρδιζαν το Λονδίνο.
Μέχρι να βγει το καλοκαίρι του ’40, ο Νίκος είχε γίνει συνεργάτης της Secret Intelligence Service (ΜΙ6), στην ουσία βέβαια σαν πληροφοριοδότης, τίποτε περισσότερο για την ώρα, αλλά για όλες τις εξελίξεις θα υπήρχαν πάντα οι κατάλληλες στιγμές.
*
Την ίδια εκείνη μέρα της πρώτης επαφής, όταν χώρισαν με τον Ντώσον συμφωνώντας να ξανασυναντηθούν, ο Νίκος κατηφόρισε προς τον Κεραμεικό κι όταν μπήκε στην οδό Μυκάλης άρχισε να βαδίζει γρήγορα, σχεδόν να τρέχει, για να φτάσει δήθεν λαχανιασμένος την ώρα που ο Αλέκος ετοιμαζόταν να φύγει για τη δουλειά. Ήξερε πως η Μαρία έλειπε στο νοσοκομείο.
-Τι έπαθες και λαχάνιασες; Σε κυνηγάει κανένας; Εκείνη τη στιγμή που ρώτησε, άνοιγε την πόρτα για να βγει.
-Όχι εμένα, σε λίγο θα έρθουν για σένα.
Τον κοίταξε απορημένος, δεν καταλάβαινε. Ο Νίκος συνέχισε, δήθεν αλαφιασμένος.
-Μπες μέσα, μάζεψε γρήγορα δυο ρούχα και πάμε, γρήγορα.
-Τι έπαθες ρε; Είσαι καλά;
-Μάζεψε γρήγορα βαλίτσα και πάμε, θα στα πω στον δρόμο, έλα κουνήσου.
-Πού πάμε ρε, λέγε.
-Στο τραίνο, σου έχω βγάλει και εισιτήριο.
-Γιατί;
-Γιατί σε ψάχνει η ασφάλεια, σε λίγο θα έρθουν να σε μαζέψουν. Προσπαθώ να σε γλυτώσω, καταλαβαίνεις βρε βλάκα;
-Μα, δεν έκανα τίποτα.
-Αυτό να το πεις σ’ αυτούς άμα σε μπουζουριάσουν, κουνήσου μη μας προλάβουν, το κεφάλι μου παίζω.
Στο μεταξύ είχαν μπει κι οι δυο στο σπίτι.
Ο Αλέκος, σαν χαμένος, έριξε δυο ρούχα σε μια παλιά μικρή βαλίτσα που είχε και τον ακολούθησε σαν χαμένος.
-Η Μαρία…
-Άσε τη Μαρία, θα της τα πω εγώ. Θα κανονίσω να στη στείλω πίσω.
-Άκου Νίκο, η Μαρία πίσω δεν πάει, δεν γίνεται.
-Μέχρι Θεσσαλονίκη σου έβγαλα εισιτήριο, όχι παραπέρα.
Μείνε εκεί και θα επικοινωνήσουμε, θα σε βρω και θα τα τακτοποιήσουμε όλα, κάνε γρήγορα τώρα.
-Νίκο, δεν έκανα τίποτε.
-Πάλι τα ίδια. Τα βιβλία που βρέθηκαν στο ντουλάπι σου στο εστιατόριο, τίποτε είναι;
Ο Αλέκος κοντοστάθηκε.
-Ποια βιβλία ρε, τρελάθηκες;
-Δεν τρελάθηκα, έτσι μου είπαν. Θα το ψάξω όμως, στο υπόσχομαι, μπορεί κάποιος απ’ τη δουλειά να σου την έστησε, αλλά δεν είμαι σίγουρος. Βιβλία του Μαρξ και τέτοια. Κομμουνιστής είσαι ρε και δεν το είχα καταλάβει;
Έχε χάρη τη φιλία μας, αλλά άμα πας διακοπές σε κάνα νησί, δεν θα φταίω εγώ, δεν θα βρω και τον μπελά μου.
Έτσι ο Αλέκος βρέθηκε να ταξιδεύει για Θεσσαλονίκη, χαμένος, ζαλισμένος, ευτυχώς που βρέθηκε ο φίλος του να τον γλυτώσει, αυτό σκεφτόταν. Το μυαλό του πήγαινε σ’ αυτούς στη δουλειά, στους μαγείρους, στα γκαρσόνια, ένας απ’ αυτούς θα του την είχε στήσει, ποιος ήταν αυτός ο Μαρξ; Καλά τα είχε όμως με όλους, δεν μπορούσε να φανταστεί ποιος τον κατηγόρησε ή μήπως κάποιος βοηθός μάγειρα που ήθελε το πόστο του; Η πίκρα έσταζε απ’ τα χείλη του, ένιωσε πως δεν πρέπει πια να έχει εμπιστοσύνη σε κανένα.
Έμεινε στη Θεσσαλονίκη ψευτοδουλεύοντας εδώ κι εκεί για να ζήσει, περιμένοντας μάταια κάποια είδηση, που όμως δεν έλεγε να φτάσει. Προσπάθησε αρκετές φορές να καλέσει σε τηλεφωνική συνδιάλεξη πότε τη Μαρία, πότε τον Νίκο, έστελνε γράμματα και τηλεγραφήματα, γύριζαν πίσω, άγνωστος παραλήπτης, είχαν εξαφανιστεί κι οι δυο. Ο Νταβίντ κι η κυρά του τον ψυχοπονούσαν, δεν ήθελαν να τον βλέπουν να χειροτερεύει μέρα με τη μέρα. Ο γέρο Εβραίος κατάφερε κάποια στιγμή να τον βάλει κάτω, να του διηγηθεί τη ζωή τους στην Αθήνα. Όταν μετά από ώρα τέλειωσε να λέει ο Αλέκος, εκείνος κούνησε το κεφάλι του με νόημα, είχε υποψιαστεί και του μίλησε ίσια και σταράτα, τι πίστευε πως είχε γίνει, μακάρι να έκανε λάθος. Τότε το κατάλαβε κι αυτός και το χώνεψε, άλλη εξήγηση δεν υπήρχε. Γεμάτος πίκρα, απογοητευμένος, σχεδόν πάντα μεθυσμένος και με πέντε δεκάρες στην τσέπη, γύρισε στον τόπο του και χτύπησε την πόρτα του πατρικού του για να του ανοίξει η μάνα του, ήταν 25 Οκτωβρίου του 1940.
*
Περίληψη:
Μια συνάντηση σ' ένα χώρο όπου οι ζωντανοί λένε συνήθως καλή μέρα και ας μη γνωρίζονται - ίσως και να είχαν περάσει πενήντα χρόνια από τότε που είχε αντικρίσει ο ένας τον άλλο! Μια φωτογραφία στη μαρμαρόπλακα (1912-1960) - την είχα ζήσει αυτή την απώλεια, είχα ακούσει και κάποια μισόλογα τυχαία. Ήθελα να γράψω κάτι γι' αυτόν που έφυγε, αλλά μόνο με σκόρπιες λέξεις σκαρώνεις μια ιστορία; Μια άσχετη κουβέντα, μισές λέξεις που κόπηκαν απότομα, που όμως έδωσαν χώρο και τροφή στη φαντασία. Πώς φτιάχνεις μια ιστορία από μισές λέξεις;
Προχώρησε η σκέψη παρακάτω, χωρίς χαλινάρι. Πώς να ταιριάσουν μεταξύ τους οι σκόρπιες λέξεις κι ας μην έχουν καμμιά σχέση η μια με την άλλη; Μισά λόγια, θολές μνήμες δικές μου που βγήκαν ξαφνικά στην επιφάνεια... ήθελα να γίνουν ένα παραμύθι. Δυο ιστορίες αληθινές, που την αλήθεια της κάθε μιας την αγνοούσα... πως να γίνουν μια;
Μια πρώτη μικρή ιστορία το 1918 στην Οδησσό, μετά το 1933 στο Παρίσι, το 1936 στη Θεσσαλονίκη, το 1937 στην Αθήνα, έπειτα το 1940, η κατοχή μέχρι το 1947, κι ανάμεσά τους, κάθε τόσο, το σήμερα, θα έλεγα... η τρίτη ιστορία.
*Τα πνευματικά δικαιώματα τόσο της εικόνας του εξωφύλλου όσο και του άνωθεν αποσπάσματος ΔΕΝ ανήκουν στο blog, αλλά αποκλειστικά στο συγγραφέα και στον εκδοτικό οίκο.
**Το απόσπασμα δημοσιεύεται κατόπιν συνεννόησης και συναίνεσης του συγγραφέα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου