#Προδημοσίευση: «Η πορφυρή ρόμπα του πυρομάντη», Βαγγέλης Γαροφάλλου (Εκδ. Λυκόφως)


Τίτλος: Η πορφυρή ρόμπα του πυρομάντη
Συγγραφέας: Βαγγέλης Γαροφάλλου
Εκδόσεις: Λυκόφως
Σειρά: Pocketbooks

Ελάτε να διαβάσουμε μαζί ένα απόσπασμα από το νέο βιβλίο του συγγραφέα Βαγγέλη Γαροφάλλου, με τίτλο ''Η πορφυρή ρόμπα του πυρομάντη", το οποίο αναμένεται από τις εκδόσεις Λυκόφως. Μία νέα προσθήκη στη σειρά Pocketbooks. Ένα χιουμοριστικό fantasy, παρωδία επικής φαντασίας, με συμβολισμούς που θα τους ανακαλύψουμε διαβάζοντάς το...

1
Εκεί

Θάλασσα.
Απέραντη.
Ανάμεσα στα κύματα στέκεται ένας χρυσός πολεμιστής.
Εκεί.
Μακριά.
Στο άβατο του κόσμου.
Ο θρύλος λέει πως εκεί βρίσκεται ο Ιερός Φάρος. Το ολόχρυσο μαυσωλείο που φτιάχτηκε για να μείνει όρθιο στην αιωνιότητα. Ο τάφος του πολέμαρχου Ρεκίρβιλορ.
Ο φάρος στέκει γερός. Οι μανιασμένοι άνεμοι ξεσηκώνουν τη θάλασσα, μα δεν μπορούν
να ταρακουνήσουν, ούτε να φθείρουν το γιγάντιο άγαλμα του μαχητή που στολίζει την κορυφή. Ο χρυσός Ρεκίρβιλορ, αγέρωχος, υψώνει το σπαθί του σημαδεύοντας την άκρη του ορίζοντα.
Ο θρύλος λέει, επίσης, πως μέσα στο μνημείο υπάρχει θησαυρός καλά κρυμμένος. Το πιο πολύτιμο αντικείμενο σε ολόκληρο τον κόσμο του Κρακκκ. Η Σπάθα του Ρεκίρβιλορ. Το μαγικό όπλο που, αφού ελευθέρωσε χωριά, πολιτείες και κράτη, δοξάζοντας τον άγιο σκοπό, αναπαύεται πια εν ειρήνη δίπλα στον ελευθερωτή που το έκανε ξακουστό βάφοντάς το με αίμα.
Λέει κι άλλα ο θρύλος. Πως ο τάφος του Ρεκίρβιλορ είναι σφραγισμένος με μαγεία φριχτή.
Και πως είχε φτιαχτεί, από τους Μεγάλους Μάγους, στην άκρη του κόσμου, γιατί η Σύνοδος των Σοφών των Μεγάλων Πολιτειών είχε ομόφωνα αποφανθεί πως το αρχαίο σπαθί έπρεπε να μείνει κλειδωμένο μακριά, πολύ μακριά, ώστε να μη χρησιμοποιηθεί ποτέ ξανά.
Οι προφήτες όμως προφήτευαν, έλεγαν για την έλευση του Εκλεκτού, εκείνου που θα βρει τον δρόμο για τον Φάρο κρατώντας μια πυξίδα μαγική, που θα πετάξει πάνω από τα κύματα καβάλα σε ένα πλάσμα σπάνιο, θα ταξιδέψει ως την άκρη των θαλασσών, θα φτάσει στον Ιερό Φάρο και θα περάσει τη μαγεμένη πύλη. Εκείνος ο ενάρετος άνδρας, που θα έχει την καρδιά ενός βασιλιά, μόνο εκείνος, θα μπορέσει να φτάσει ως τη σπάθα. Τότε, έλεγαν οι προφήτες, το όπλο θα λάμψει και ο Εκλεκτός θα διαδεχθεί τον Ρεκίρβιλορ, για να ελευθερώσει ξανά τον κόσμο από το Κακό.
Άλλοι, βέβαια, έλεγαν πως οι προφήτες δεν ήξεραν τι έλεγαν. Οι προφήτες απαντούσαν πως οι άλλοι -αυτοί που έλεγαν πως οι προφήτες δεν ήξεραν τι έλεγαν- δεν ήξεραν τι έλεγαν, οι άλλοι όμως επέμεναν πως ήξεραν πολύ καλά τι έλεγαν κι αυτό που έλεγαν ήταν πως οι προφήτες δεν ήξεραν τι έλεγαν, επομένως για αυτούς, δηλαδή για τους άλλους, ήταν απολύτως λογικό οι προφήτες να τους λένε πως δεν ήξεραν τι έλεγαν, αφού οι προφήτες δεν ήξεραν τι έλεγαν.
Τα χρόνια κυλούσαν. Και γίνονταν δεκαετίες. Οι δεκαετίες αιώνες. Οι αιώνες χιλιετίες. Μα εκεί, στο τέρμα και την αρχή των ωκεανών, ο τάφος του Ρεκίρβιλορ έμενε ανέγγιχτος και απροσέγγιστος. Το άγαλμα του πολέμαρχου έστεκε αέναα υπερήφανο, με μόνη συντροφιά τους ανέμους και τα κύματα, καθώς οι ήλιοι και τα φεγγάρια όριζαν το πέρασμα των εποχών.

2
Φέρμα

Τα παγωμένα νερά ξεκινούσαν με ορμή από τις πράσινες λίμνες του Αφ Θαχαφόρ κι έσκαγαν σαν παγωμένα νερά πάνω στα βασανισμένα βράχια του Άργκι Ελ Μαθριχάλ. Ο αέρας λυσσομανούσε, έσκουζε σαν δαίμονας και έκανε τα δέντρα να χορεύουν. Οι πιο γέρικοι κορμοί έπεφταν στο έδαφος με κρότο μεγάλο, κι αν ο προσεκτικός διαβάτης σταματούσε να τους παρατηρήσει, θα θαρρούσε πως σχημάτιζαν ένα βέλος που έδειχνε προς το Σιφ. Την πολιτεία με τα στενά σοκάκια.
Σε αυτήν ακριβώς την πολιτεία περιπλανιόταν ο πυρομάντης Δεμιλέας, απολαμβάνοντας τον βραδινό του περίπατο. Όμως, όπως σύντομα θα διαπίστωνε ο ανυποψίαστος ταξιδιώτης, η πολιτεία του Σιφ έκρυβε κινδύνους για τους ανυποψίαστους ταξιδιώτες.
Στρίβοντας από ένα στενό σοκάκι σε ένα στενότερο σοκάκι, ο περιπλανώμενος μάγος βρέθηκε άξαφνα αντιμέτωπος με μία συμμορία ληστών. Η ιδιότητα της ομάδας αυτής ήταν προφανής, καθώς επρόκειτο για τρεις μασκοφόρους και μία τίγρη. Η ιδιαίτερη αυτή κομπανία ανηφόριζε ένα, κατηφορικό για τον Δεμιλέα, στενό σοκάκι, το οποίο αν κάποιος ανηφόριζε θα έφτανε ψηλά, στον ναό του Κίχιν, του θεού προστάτη της πολιτείας του Σιφ, ενώ αν το κατηφόριζε, θα έφτανε, όπως θα ήταν ενδεχομένως αναμενόμενο, χαμηλά.
Ο Δεμιλέας παρατηρούσε, απαθής και ακίνητος, το κακό να τον πλησιάζει. Το σοκάκι ήταν πάρα πολύ στενό και έτσι οι λωποδύτες κατευθύνονταν προς τον μάγο αργά και κάπως άβολα, στενάχωρα, με την τίγρη να προηγείται, κρατημένη από το λουράκι της, ένα πελώριο περιλαίμιο με καρφιά που ήταν αγκιστρωμένο στο ραβδί ενός από τους εγκληματίες.
Ο πυρομάντης αντιμετώπιζε προβλήματα αντίληψης της κατάστασης, διότι, πριν ξεκινήσει τη βόλτα του στα στενά σοκάκια της πολιτείας του Σιφ, είχε περάσει λίγο χρόνο στο Χάνι Του Κτηνοβάτη, πίνοντας καυτή μπύρα και καπνίζοντας λαίμαργα ένα βοτάνι από το Δάσος του Λιβίτ Τσιβάν. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο συγκεκριμένος πυρομάντης έκανε χρήση των συγκεκριμένων ουσιών, οι οποίες κατά καιρούς είχε τύχει να του δημιουργήσουν ιδιαίτερα αληθοφανείς παραισθήσεις. Έτσι, ο Δεμιλέας δεν μπορούσε να είναι απολύτως σίγουρος αν όντως τον πλησιάζουν τρεις μασκοφόροι και μία τίγρη, ή αν απλώς νόμιζε πως τον πλησιάζουν τρεις μασκοφόροι και μία τίγρη. Η οποία τίγρη πλέον είχε πλησιάσει σε απόσταση δαγκανιάς.
Ήταν τότε που ένας από τους ληστές ζήτησε από τον Δεμιλέα όλο του το χρυσάφι, καθώς και οτιδήποτε άλλο διέθετε, από τις μυτερές του μπότες μέχρι την πορφυρή του ρόμπα και το μυτερό του καπέλο. Τώρα, αν είχε πάνω του και κανέναν μαγικό πάπυρο, κανένα μαγικό δαχτυλίδι, οτιδήποτε έξτρα, οι συμμορίτες δεν θα έλεγαν όχι. 
«Δώσ’ τα όλα ή την αμολάω», απείλησε ο ληστής, αναφερόμενος στην τίγρη και όχι σε κάποια μη εκλεπτυσμένη πράξη.
Ο μάγος, αντί να συμμορφωθεί με το πρόσταγμα του κακοποιού, απλώς ύψωσε το δεξί του χέρι. Γνώριζε άλλωστε καλά πως μία τέτοια κίνηση είναι πάντα εκφοβιστική όταν την κάνει ένας πυρομάντης. Και πράγματι, για μια στιγμή οι κακοποιοί έκαναν όλοι μαζί ένα βήμα πίσω, οι μασκοφόροι λόγω δισταγμού και η τίγρη λόγω περιλαίμιου. Η μικρή αυτή υποχώρηση έγινε και πάλι κάπως άγαρμπα, καθώς το συγκεκριμένο σοκάκι της πολιτείας του Σιφ εξακολουθούσε να είναι πολύ στενό, όπως άλλωστε και τα περισσότερα στενά σοκάκια της πολιτείας του Σιφ.
«Φύγετε ή θα σας κάψω!» δοκίμασε να φωνάξει ο Δεμιλέας, όμως η φωνή του ακούστηκε κάπως αδύναμη, ασθενική, ξεψυχισμένη.
Παίρνοντας θάρρος, η συμμορία τον πλησίαζε ξανά. Ο Δεμιλέας σήκωσε και το δεύτερο χέρι του στον αέρα. Οι ληστές σταμάτησαν πάλι.
«Αυτό λοιπ... αυτό λοιπόν θα... θα είναι το τέλος σας!» είπε σχεδόν τρεκλίζοντας και σε κάθε περίπτωση χαμηλόφωνα ο μάγος.
«Τα χρυσάφια, αλλιώς πέθανες», απαίτησε μία ψιλή φωνή μέσα από τις μάσκες.
«Εσείς το θέλησ... εσείς θελήσατε... αφού το θέλετε, πάρτε το!» ψιθύρισε ο Δεμιλέας ξεφυσώντας και αναγουλιάζοντας.
Κατέβασε απότομα τα χέρια του, σαν να επρόκειτο να κάνει κάποιο ξόρκι. Δεν συνέβη
τίποτα τέτοιο. Έβηξε. Του έτρεξε ένα σάλιο.
Οι τρεις κακούργοι, διαπιστώνοντας πως το κατέβασμα των χεριών του μάγου δεν έφερε κάποιο ανεπιθύμητο για αυτούς αποτέλεσμα, όπως λόγου χάρη την καύση τους, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το σχέδιο εκφοβισμού με το άγριο ζώο. Το υποψήφιο θύμα τους ήταν εμφανώς τόσο αλοιφή, που δεν μπορούσε να νιώσει οποιουδήποτε είδους φόβο.
Πέρασαν έτσι στην εκτέλεση του σχεδίου βήτα, το οποίο προέβλεπε ο ένας τους να μείνει πίσω κρατώντας την, ελαφρώς ξεφτιλισμένη πια, τίγρη, ώστε οι άλλοι δύο να πλησιάσουν τον μάγο και να τον μαχαιρώσουν με απίθανη ταχύτητα, αποσπώντας του στη συνέχεια την πολυπόθητη λεία. Είχαν, άλλωστε, μία τίγρη να ξεχρεώσουν.
Το πρόβλημα ήταν πως ο ληστής που κρατούσε την τίγρη προπορευόταν, οπότε το μαχαίρωμα θα έπρεπε να αναλάβουν οι δύο μασκοφόροι που βρίσκονταν πίσω του.
Έπρεπε, άρα, οι δύο υποψήφιοι μαχαιροβγάλτες να βρουν τρόπο να προσπεράσουν τον συνάδελφό τους και την τίγρη, πράγμα το οποίο δεν επέτρεπε το ακραία στενό σοκάκι της πολιτείας του Σιφ. Η τίγρη, παρά τις σχετικές απειλές των ληστών, δεν ήταν δυνατό να αμοληθεί, γιατί οι τρεις κάτοχοί της την χρησιμοποιούσαν πρώτη φορά και το να την ξαναδέσουν θα ήταν μία κάπως αγχωτική διαδικασία. Ένας μεγάλος ποιητής του Σιφ θα έγραφε πως το σχέδιο των μασκοφόρων είχε φρακάρει στο στενό σοκάκι της πολιτείας.
Έκαναν άλλη μια απόπειρα να ξεμπλοκάρουν κι έτσι ο ένας τους αναγκάστηκε να κολλήσει στον τοίχο, μήπως οι σύντροφοί του καταφέρουν να περάσουν στριμωχτά, όμως η αγριεμένη τίγρη δεν έμοιαζε ιδιαίτερα διατεθειμένη να τους αφήσει.
Ήταν, επομένως, μία ιδιαίτερα καλή στιγμή για να επιχειρήσει ο πυρομάντης Δεμιλέας μία διαφυγή. Ωστόσο, ο ντυμένος στην πορφύρα ταξιδιώτης είχε μόλις πριν από λίγο οριστικά αποφασίσει πως φυσικά και δεν υπήρχαν μπροστά του μία τίγρη και τρεις ληστές, ήταν όλα μια παρενέργεια, μια ψευδαίσθηση, ένα ψέμα, μια ανάσα, μια πνοή. Έτσι, όχι μόνο δεν προσπαθούσε να ξεφύγει, αλλά κυλιόταν στο έδαφος, από τον έναν τοίχο του στενού σοκακιού στον άλλο, τραγουδώντας έναν αγαπημένο του σκοπό. Ο μάγος συνέχισε να σέρνεται πέρα δώθε τραγουδώντας, ώσπου ένας ληστής ξεσφήνωσε και προσπέρασε την τίγρη, πηδώντας όσο πιο ψηλά και μακριά μπορούσε, σκοντάφτοντας τελικά στην πορφυρή ρόμπα του μάγου και πέφτοντας παραδίπλα. Ο ληστής έβγαλε το μαχαίρι του και ετοιμάστηκε να το μπήξει στη σάρκα του πυρομάντη. Δεν πρόλαβε όμως γιατί ένα βέλος, που σαν να ήρθε από το πουθενά, διαπέρασε το αριστερό του μάτι κι αμέσως ένα δεύτερο βέλος το δεξί.
Καθώς ο λωποδύτης κατέρρεε πάνω στο υποψήφιο θύμα του, λούζοντάς το με αίμα, ο περιπλανώμενος πυρομάντης συνέχιζε να κυλιέται κατάχαμα, τρεκλίζοντας χαρούμενα κάτι που έμοιαζε με τα λόγια «κρασάκι, κρασάκι, γλυκό κρασάκι». Οι άλλοι δύο μασκοφόροι τράπηκαν σε φυγή, όπως και η τίγρη, που, σέρνοντας το περιλαίμιό της, άφηνε στο διάβα της έναν απόκοσμο θόρυβο.
Μία σκιά σκέπασε τον νεκρό ληστή που σκέπαζε τον αποκαμωμένο πυρομάντη.
«Σήκω πάνω, Δεμιλέα, γιε του Δαμιλέα».
«Δεν μπορώ», απάντησε ο μάγος.
Λίγο αργότερα, ο πυρομάντης ροχάλιζε μέσα σε μία άμαξα που βγήκε από τις φαρδιές πύλες της, φημισμένης για τα στενά σοκάκια της, πολιτείας του Σιφ και πήρε τον δρόμο για το Δάσος της Ακαμπουρουκάρι.

Η συνέχεια στο βιβλίο...

Περιγραφή:

Ένα μυθιστόρημα επικού χιούμορ και οργιώδους φαντασίας είναι το πέμπτο βιβλίο του Βαγγέλη Γαροφάλλου «Η πορφυρή ρόμπα του πυρομάντη» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λυκόφως.

Αν οι προφήτες ήξεραν τι έλεγαν, το διακύβευμα θα ήταν μεγάλο: Κάποια απροσδιόριστη μέρα κάποιος απροσδιόριστος εκλεκτός θα βρει τον δρόμο για το άβατο του κόσμου χάρη σε μια μαγική πυξίδα και θα αποκτήσει το πιο ισχυρό όπλο που υπήρξε ποτέ. Τη μυθική Σπάθα του Ρεκίρβιλορ.

Βασισμένος στα λόγια των προφητών, ένας μέτριος βασιλιάς προσλαμβάνει μέτριους ήρωες έναντι μέτριας (ή και μηδενικής) αμοιβής, για να βρουν την πυξίδα και να του φέρουν την Σπάθα. Ανάμεσα στους ήρωες, ο επιρρεπής στην κραιπάλη πυρομάντης Δεμιλέας, πάντα τυλιγμένος στην -κάποτε καθαρή- χνουδωτή πορφυρή ρόμπα του.

Το μεγαλύτερο εμπόδιο που θα κληθούν να υπερπηδήσουν ο πυρομάντης και οι σύντροφοί του δεν είναι οι δυνάμεις του Κακού, που τους έχουν βάλει στο μάτι, αλλά κάτι πολύ χειρότερο: η γραφειοκρατία.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ
ΤΙΤΛΟΣ: Η πορφυρή ρόμπα του πυρομάντη
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Βαγγέλης Γαροφάλλου
ISBN: 9786185813123
ΣΕΙΡΑ: Pocketbooks
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ: 12*17
ΣΕΛΙΔΕΣ: 238
ΤΙΜΗ: 12 ευρώ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΛΥΚΟΦΩΣ

*Τα πνευματικά δικαιώματα τόσο της εικόνας του εξωφύλλου όσο και του άνωθεν αποσπάσματος ΔΕΝ ανήκουν στο blog, αλλά αποκλειστικά στον συγγραφέα και στον εκδοτικό οίκο.

**Το απόσπασμα δημοσιεύεται κατόπιν συνεννόησης και συναίνεσης του συγγραφέα και του εκδοτικού οίκου.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Διαβάζοντας ένα απόσπασμα από το διήγημα «Ανάφης Νόστος» (Ακατάσχετη Ψυχορραγία, Εκδ. Ελκυστής, 2025)

Βιβλιοπρόταση καλοκαιριού (κι όχι μόνο): Τα εσώρουχα της θάλασσας

Βιβλιοπρόταση καλοκαιριού (κι όχι μόνο): Ηλέκτρα

Βιβλιοπρόταση καλοκαιριού (κι όχι μόνο): Έναν Αύγουστο, παρακαλώ