Διαβάζοντας αποσπάσματα των βιβλίων ''Το νησί και ο τελευταίος τουρίστας" & ''Το Νησί και ο Πέρα Κόσμος" της Νέλλης Σπαθάρη (Εκδ. Ελκυστής)


Τίτλος: Το Νησί και ο τελευταίος τουρίστας
Συγγραφέας: Νέλλη Σπαθάρη
Εκδόσεις: Ελκυστής 

Η πρώτη σκουντιά δόθηκε.

Απρόσμενα, σκέφτηκε. Δι’ ασήμαντον αφορμήν, όπως θα έλεγαν και οι καθαρευουσιάνοι. Και ήταν υπερήφανος να είναι εκείνος που την είχε δώσει. Σαν να λέμε,  είχε ανοίξει τον χορό. Και ήταν σίγουρος πως τώρα που άνοιξε ο χορός, όχι τσάμικο, όχι καλαματιανό, αλλά πεντοζάλι θα τους χορέψουνε. Θα έρθει η μέρα που θα καεί το πελεκούδι.

Όλα τον ενοχλούσαν σε αυτούς τους ξενομερίτες. Μα περισσότερο απ’ όλα, τον έκανε έξαλλο που περνούσαν έξω από την αυλή του και τάιζαν τις γάτες.

«Αν θέλετε γάτες, να τις πάρετε στα σπίτια σας!», τους φώναζε.

Ακούς εκεί! Θα μας υποδείξουν κιόλας τι να κάνουμε με τις βρωμόγατες, οι βρωμοτουρίστες.

 

*

 

Μέχρι στιγμής ήταν παρατηρητής της κατάστασης. Αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι μια μέρα δεν θα ξεσπούσε. Και, ναι, θα ξεσπούσε άγρια. Δεν θα άφηνε κανέναν να του αμφισβητήσει τη μαγκιά. Τη μαγκιά που του είχε μάθει ο πατέρας του. Στάση ζωής μέχρι τον θάνατό του. Σιωπηρά του είχε υποσχεθεί, κλείνοντάς του τα μάτια, πως θα σεβόταν την παρακαταθήκη του, να στέκεται πάντα με σθένος σε όποιον πήγαινε κόντρα στον δικό του τρόπο ζωής.

Και πρώτα απ’ όλα, δεν άντεχε πλέον να ακούει άλλες, άγνωστες σε αυτόν, γλώσσες εκτός από τη δική του. Τι ήθελαν όλοι αυτοί στον τόπο του;

Να φύγετε, να πάτε αλλού, έλεγε μια διαφήμιση, μα για άλλους λόγους. Για κάποιο παγωτό, αν θυμόταν καλά. Όχι, αυτός δεν θα έγλειφε. Δεν θα τους έγλειφε τους βρωμοτουρίστες για τα λεφτά τους. Άλλωστε, αυτός δεν είχε τίποτα να κερδίσει απ’ αυτούς. Ξεχύνονταν κάθε μέρα στο νησί σαν το τσουνάμι στον Ειρηνικό. Τρία κρουαζιερόπλοια τους ξερνούσαν κάθε μέρα. Για τρεις ώρες στο λιμάνι γινόταν κόλαση. Εντάξει, μεσημεριάτικα γινόταν αυτό. Όχι ότι και οι ντόπιοι τριγύριζαν εκείνη την ώρα στο λιμάνι, αλλά μπάστα ρε φίλε. Δεν θέλουμε άλλους εισβολείς. Κρύβονται πίσω από την ειρήνη, την τάχα μου ειρήνη, για να τη γλιτώνουν από τα όπλα μας. Αλλά, όχι, δεν έχουμε ειρήνη. Πόλεμο έχουμε! Εισβολείς έχουμε! Όχι εισβολείς που παλεύουν απελπισμένοι να επιζήσουν της επίθεσης, όπως συμβαίνει σε έναν πόλεμο, αλλά ακόμα χειρότερα. Εισβολές που δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα. Αμ και είναι εισβολείς, αμ και κινούνται με τουπέ, τη μύτη ψηλά, να μας κουνάνε τα βρωμολεφτά τους. Ποιοι νομίζουν ότι είναι; Αυτοί τρώγανε βελανίδια όταν εμείς κτίζαμε ακροπόλεις. Θα έρθει η μέρα που θα ρίξω την πρώτη μπουμπουνιά και τότε θα δείτε πόσες θα ακολουθήσουν, σκεφτόταν. Γιατί οι άλλοι, πού να τολμήσουν να ρίξουν την πρώτη. Δεν φοράνε παντελόνια. Μάλλον φοράνε, αλλά δεν φουσκώνουν εκεί που θα έπρεπε. Γεια σου πατέρα που με έμαθες να στέκομαι μπροστά, να τολμώ να τους κάνω τη μούρη ζάχαρη.

 

*

 

            Αυτά και άλλα παρόμοια τριβέλιζαν κάθε μέρα το μυαλό του ασταμάτητα. Του είχε γίνει εμμονή, σχεδόν αρρώστια. Μια εμμονή που δεν μπορούσε να καταλαγιάσει, αφού το σπίτι του βρισκόταν στο πέρασμα προς τη ντάπια του νησιού προς την οποία κατευθυνόταν το τσουνάμι, όπως το αποκαλούσε, των τουριστών για να θαυμάσουν τη θέα από ψηλά. Και όχι μόνο αυτό, αλλά το σπίτι του ήταν χτισμένο σε σχήμα γάμα και το παράθυρο της κουζίνας, στην οποία περνούσε τη μέρα του, καθότι ήταν και το καθιστικό του σπιτιού, ήταν το μόνο παράθυρο που έβλεπε κατευθείαν στον δρόμο και όχι στον όμορφο μικρό του κήπο.

            Εκείνο το μεσημέρι, είδε από το παράθυρο της κουζίνας τη μικρή κίτρινη σημαία της ξεναγού, καθώς περνούσε μαζί με τους τουρίστες του δεύτερου κρουαζιερόπλοιου της ημέρας προς τη ντάπια. Είχε ήδη περάσει η πρώτη ομάδα με την οχλοβοή της σε μπλαζέ αγγλικά. «Oh, darling! Do you see this? Oh, darling! Do you see thatΤον έπρηξαν με τα δις και δατ τους! Όπως κάθε μέρα, για να περάσει η ώρα μέσα στη μοναξιά του, μετρούσε τα κεφάλια που περνούσαν από το παράθυρό του. Είκοσι δύο. Τώρα προστέθηκαν και οι τριάντα πέντε Ισπανοί με τα θου και θου τους που κατευθύνονταν προς την ντάπια. Το βέβαιο ήταν ότι θα κατέφθαναν σε λίγο και οι Γάλλοι με τα γου και γου τους. Τους μέτρησε έναν-έναν. Είκοσι δύο και τριάντα πέντε πάνω στη ντάπια πώς θα χωρέσουν, αναρωτήθηκε. Θα κρέμονται σαν τσαμπιά. Σίγουρα, θα τους εξιστορούσε στα ισπανικά την ιστορία του νησιού και τη σημασία της ντάπιας με τα κανόνια για την προστασία της ναυτικής του δύναμης. Χαμογέλασε ειρωνικά. Τι μπορούσαν να καταλάβουν αυτοί οι χαζοχαρούμενοι περιφερόμενοι από την ιστορία του νησιού; Από το μεγαλείου του; Άλλοι με το σουβλάκι στο χέρι, άλλοι με το παγωτό, οι περισσότεροι να μην δίνουν καν σημασία στα λόγια της ξεναγού, η μόνη τους έγνοια να τραβούν σέλφις για να μπορούν να αποδείξουν πως, ναι, ήταν κι αυτοί εκεί. Ποιος νοιαζόταν για την ιστορία του νησιού…Μόνο το φαίνεσθαι μετράει πια. Η εικόνα. Ο εγκέφαλος, κατά τα άλλα, καμένος.

            Ώσπου έγινε αυτό που του προκαλούσε κάθε φορά τη μεγαλύτερη οργή. Κάποια γυναίκα κοντοστάθηκε έξω από το παράθυρο της κουζίνας και χάιδεψε τη γάτα, τον Κοκκίνη, που, πονηρός αυτός, ξάπλωνε κάθε μέρα την ίδια ώρα στο πιθάρι με τη μπουκαμβίλια η οποία πλαισίωνε το παράθυρο, με την προσμονή κάποιου χαδιού ή κεράσματος από τους περαστικούς. Ήξερε ο μπαγάσας ο Κοκκίνης, το είχε μελετήσει το θέμα… Έτσι κι έγινε. Κι όχι μόνο η τουρίστρια χάιδεψε τον Κοκκίνη, αλλά τον κέρασε και λίγο γύρο από το σουβλάκι της. Αυτό ήταν. Το ποτήρι είχε ξεχειλίσει. Σηκώθηκε απότομα, γύρισε το πόμολο και έδωσε μια σκουντιά με δύναμη στο φύλλο του παραθύρου που άνοιγε προς τα έξω, καθώς προς τα μέσα άνοιγαν τα παραδοσιακά παντζούρια με την αμπάρα. Το φύλλο του παραθύρου πήγε και χτύπησε κατευθείαν στο πρόσωπο τη γυναίκα, μια κραυγή ακούστηκε και λίγες σταγόνες αίματος άρχισαν να τρέχουν από το μπροστινό της δόντι στα χείλια της που σφίχτηκαν από τον πόνο.

            Το τσουνάμι των Ισπανών τουριστών που κινούνταν με βηματισμό προς τη ντάπια ξαφνικά σταμάτησε. Γύρισαν, σαν κίνηση σε χορογραφία, προς το μέρος που ακούστηκε η κραυγή, ένα μοβ πέταλο από τη μπουκαμβίλια πέταξε με τη φορά του μελτεμιού κάνοντας τα κεφάλια τους να το παρακολουθήσουν μέχρι που προσγειώθηκε στο κεφάλι του Κοκκίνη, μετά η ματιά τους ανασηκώθηκε από το κόκκινο τρίχωμα του Κοκκίνη και κατευθύνθηκε στο κόκκινο αίμα που έσταζε από το δόντι της Ισπανίδας τουρίστριας και με τον ίδιο συγχρονισμό στράφηκε προς το ανοικτό φύλλο του παραθύρου, απ’ όπου πρόβαλε ένας τύπος με λευκό φανελάκι δεκαετίας του ’80, το χέρι να προβάλλει σε σχήμα μπουνιάς, λες και χαιρετούσε την εργατιά και απειλούσε συγχρόνως τους καπιτάλες που με τα λεφτά τους είχαν αποβιβαστεί στο νησί και τολμούσαν να περνούν σαν σε πορεία μπροστά από το παράθυρό του, και όχι μόνο αυτό, αλλά να ταΐζουν και το βρωμόγατο. Μια βουή σηκώθηκε σε μια γλώσσα με πολλά -θ-, και, πάντα σε χορογραφία, πολλές μπουνιές ανασηκώθηκαν συγχρόνως και στράφηκαν προς το παράθυρο, απ΄ όπου ο τύπος με το λευκό φανελάκι είχε σκύψει και κοιτούσε τον Κοκκίνη, ο οποίος ατάραχος προσπαθούσε με την πατούσα του να ξεκολλήσει το κομμάτι γύρου που του είχε σκαλώσει ανάμεσα στα δόντια.

            Η κίτρινη σημαία υπεστάλη. Όλα τα βλέμματα, πάντα με συγχρονισμό χορογραφίας, στράφηκαν από τον τύπο με το λευκό φανελάκι προς την ξεναγό και περίμεναν να πρωτοστατήσει στη χορογραφία για να αναδείξει τον πρωταγωνιστικό της ρόλο, σαν την πρωθιέρεια σε αρχαία τραγωδία. Ένα «γιατί» βγήκε από το στόμα της και συνοδεύτηκε από ένα χορωδιακό «θιατί» απ’ όλα τα υπόλοιπα στόματα του χορού της τραγωδίας που παιζόταν εκείνη τη στιγμή, ενώ ο Κοκκίνης συνέχιζε να προσπαθεί να ξεκολλήσει τον γύρο από τα δόντια του.

            «Γιατί έτσι γουστάρω εγώ, που θα μου ζητήσετε και τον λόγο, ξενομερίτες. Το σπίτι μου πατάτε. Και να σου πω κάτι, κυρά μου;», είχε στραφεί προς την ξεναγό, ενώ και όλα τα υπόλοιπα βλέμματα ήταν στραμμένα προς το μέρος της αναμένοντας τη μετάφραση, «μου τα έχετε πρήξει κάθε μέρα με το βρωμόγατο που έρχεται και μπαστακώνεται στο πιθάρι μου. Είμαι αλλεργικός στις γάτες και με πιάνει εππεφυκίτιδα στα μάτια».

            «Δηλαδή, κύριε, μου λέτε ότι επειδή η κυρία κέρασε αυτό το γατί κι ενώ καθόσασταν μέσα στο σπίτι σας με το παράθυρο κλειστό, άρχισαν να σας τρώνε και να τρίβετε τα μάτια σας; Απόκοσμο!» τον ειρωνεύτηκε.

            «Και πού ξέρεις εσύ τι με πιάνει να τρίβω, κυρά μου, που θα έρθεις να με ειρωνευτείς στον τόπο μου;»

            Τώρα όλα τα κεφάλια, από τον διάλογο σε ακαταλαβίστικη γλώσσα μεταξύ των Ελλήνων είχαν στραφεί προς την τουρίστρια που κι αυτή, παίζοντας άψογα τον δραματικό της ρόλο, είχε γείρει στο πιθάρι και κουνούσε το κεφάλι της δεξιά-αριστερά απελπισμένη από τον πόνο περιμένοντας τα χέρια να σηκωθούν προς το μέρος της σε μια κίνηση ενσυναίσθησης. Εν τω μεταξύ ο Κοκκίνης μόλις είχε ξεκολλήσει τον γύρο από τα δόντια του και ευελπιστούσε σε ένα δεύτερο γύρο γύρου. Γιατί όχι, αναρωτιόταν και απορούσε που αφού η τουρίστρια ήταν σκυμμένη στο πιθάρι προς το μέρος του δεν του έριχνε κι άλλο ένα μεζεδάκι.

            Η ξεναγός, για να αποφύγει τα χειρότερα, έκανε έπαρση της κίτρινης σημαιούλας της με σκοπό να απομακρυνθούν όσο γίνεται γρηγορότερα από τον τόπο του εγκλήματος, δηλαδή τον τόπου του ταΐσματος του Κοκκίνη, μα η πληγείσα τουρίστρια, κοκκινομάλλα κι αυτή -άγνωστο αν κι αυτής το όνομα σχετιζόταν με το χρώμα των μαλλιών της- δεν ήταν διατεθειμένη να εγκαταλείψει τον δραματικό της ρόλος. Έκανε ότι λιποθύμησε, τα βλέμματα, από την κίτρινη σημαία, ξαναστράφηκαν σε εκείνη και στη συνέχεια, με τέλεια ενορχήστρωση, κατευθύνθηκαν προς τον τύπο με το λευκό φανελάκι της δεκαετίας του ’80 που, σκυμμένος όπως ήταν, προσπαθούσε να δει τη γυναίκα πεσμένη φαρδιά πλατιά στο καλντερίμι μπροστά από το παράθυρό του, δίπλα στο πιθάρι με τη μπουκαμβίλια. Σίγουρα θα είχε κατρακυλήσει με το κεφάλι επάνω της, αν δεν τον συγκρατούσε στα πόδια του η βαριά μπυροκοιλιά του.   


Περίληψη οπισθοφύλλου:


Ο πονηρός γάτος, ο Κοκκίνης, κάθε μεσημέρι πιάνει θέση στο πιθάρι με τη μπουκαμβίλια προσδοκώντας κάποιο κέρασμα, καθώς από το καλντερίμι μπροστά του περνούν τα γκρουπ των τουριστών που κατευθύνονται προς την ιστορική ντάπια του νησιού.


«Προδότη» τον αποκαλεί ο κύριος Τάκης με το λευκό φανελάκι της δεκαετίας του ’80, ο οποίος αναπολεί τα χρόνια που με τη σύντροφό του, τη Χαρά, όταν -τότε, προτού εκείνη γίνει φως στο απέραντο σύμπαν και μαραθούν τα φούλια της- έβγαζαν τις πάνινες πολυθρόνες για να δουν το ηλιοβασίλεμα εκεί ακριβώς απ’ όπου τώρα περνούν οι τουρίστες.


Ώσπου, σε μια παρτίδα σκάκι με τον εγγονό του, ο εγγονός θα αποκαλύψει στον κύριο Τάκη έναν θρύλο του νησιού που άκουσε στη Σκακιστική Λέσχη.


Και τότε ξεκινούν όλα…



Τίτλος: Το Νησί και ο Πέρα Κόσμος
Συγγραφέας: Νέλλη Σπαθάρη
Εκδόσεις: Ελκυστής 


Δεν μπορούσε να σταθεί στητός. Το σώμα του έγερνε, λες και κουβαλούσε πίσω στον τόπο του τα τριάντα χρόνια ξενιτιάς. Τα ροζιασμένα χέρια του κρατούσαν με δύναμη και προσμονή το σχοινί της πλώρης ενώ ο φλόκος τρεμόπαιζε πίσω του στο ελαφρύ αεράκι που τον έσπρωχνε προς το νησί. Το αγριεμένο πρόσωπό του συνοφρυωνόταν στην προσπάθειά του να διακρίνει την ακτή. 

Το νησί…

Πόσα χρόνια... 

Ναι, τριάντα. Τριάντα στρογγυλά.Ένα-ένα τα μετρούσε εκεί, στην ξενιτιά. Σαν τον φυλακισμένο τα χάραζε στο εσωτερικό της πόρτας της ντουλάπας. Και τώρα, να... Μετά από τριάντα χρόνια δεν θα τραβούσε νέα γραμμή. 

Δεν ήθελε να θυμάται τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έφυγε. Έφυγε; Δραπέτευσε. Ή λάκισε; 

Δεν ήταν ο μόνος. Έκρυψε τη ντροπή του ανάμεσα στο πλήθος που άδειαζε το νησί –το νησί που πήρε στη συνέχεια το όνομα Το Νησί– και δικαιολόγησε τον εαυτό του πως μόνο αυτός ήταν ο σωστός τρόπος. Να λακίσει για να γλιτώσει τη φρίκη. Δεν ήθελε να είναι ήρωας. Άλλωστε, η γενναιότητα είναι ο φόβος που αγνοείς. Κι αυτός τον φόβο δεν τον αγνοούσε. 

Τι σημασία είχε μετά από τριάντα χρόνια; Τώρα επέστρεφε. Μόνο που θα ήθελε να επιστρέψει στη τός, να, σαν τον καπετάνιο που στεκόταν όρθιος στη λαγουδέρα του καϊκιού. Γύρισε και τον κοίταξε. Δεν ήταν σίγουρος ωστόσο, όπως τον παρατηρούσε τώρα, πως στεκόταν στητός. Μια ανεπαίσθητη κυρτότητα ανησυχίας διέβλεπε στη στάση του σώματός του. Ο φόβος... 

Μάταια ο γιος του είχε προσπαθήσει να τον αποτρέψει. Να γυρίσει από την ξενιτιά στην πατρίδα του, ναι. Να γυρίσει στην τοπική του πατρίδα Στο Νησί, λάθος μεγάλο. Μα τι μπορούσε να καταλάβει ένα νέο παιδί από νόστο; Ένας Οδυσσέας ήταν κι αυτός που προσπαθούσε να ανοίξει δρόμο για την επιστροφή. Την επιστροφή όχι μετά από δέκα χρόνια, αλλά από τριάντα. Τριάντα ολόκληρα χρόνια, επαναλάμβανε μονολογώντας, σχεδόν σαν τρελός... Και τι μπορούσε να καταλάβει ένα νέο παιδί από την απώλεια του τόπου των παιδικών του χρόνων; Γιατί όσο κονταίνει το νήμα της ζωής, τα παιδικά χρόνια ξυπνούν και καταλαμβάνουν τη μνήμη ολοένα και πιο έντονα. Ο κύκλος της ζωής. Σαν το φίδι που τυλίγεται και δαγκώνει την ουρά του, έτσι και τα ύστερα της ζωής γυρίζουν να βρουν τα πρότερα. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην επιστρέψει. Άλλωστε, χειρότερη από τον θάνατο ήταν η απώλεια της μνήμης. Και τη μνήμη θα την προστά τευε μέχρι τον θάνατό του, όσο περνούσε από το χέρι του. Δεν λειτουργούσε η φωνή της λογικής. Μόνο το συναίσθημα. Ένα συναίσθημα που μπορούσε να σε παρασύρει στα βράχια. 


Είχαν ξεκινήσει από το χάραμα και η απόσταση που είχαν να διανύσουν δεν ήταν μεγάλη. Και δεν ήξερε τι θα συναντούσε. Αν και δεν τους χώριζε παρά ένα θαλάσσιο πέρασμα, ήταν αποκομμένο Το Νησί από τον έξω κόσμο, τον Πέρα Κόσμο. Δυο κόσμους που όταν έφυγε αποτελούσαν ακόμη ένα ενιαίο σύνολο. Αλλά ένιωθε ότι είχε δύναμη. Γιατί είχε πλέον οικονομική δύναμη. Και αυτό είχε μάθει εκεί στην ξενιτιά. Το είχε μάθει καλά. Αν έχεις χρήμα, έχεις τα πάντα. Σε υπολογίζουν. Είσαι στο απυρόβλητο. Με αυτή τη δύναμη έπεισε τον καπετάνιο να σαλπάρει από τον Πέρα Κόσμο. Όλοι όσους είχε ρωτήσει, είχαν αρνηθεί. Μόνο εκείνος που τον κοιτούσε τώρα να κρατάει σταθερά τη λαγουδέρα και η ματιά του να εστιάζει στον ορίζοντα, μόνο εκείνος, λοιπόν, μετά τον πρώτο δισταγμό είχε δεχτεί. Είχε σφίξει το πουγκί με τα δολάρια στα δυο του χέρια, το είχε περάσει μέσα από τη μπλούζα του και είχε κουνήσει καταφατικά το κεφάλι. 

Το σχήμα της ακτής, μέσα στη θαμπάδα του καλοκαιριού, από αχνό γινόταν όλο και πιο ανάγλυφο. Από τη μεριά που το προσέγγιζαν, από τη μεριά του λιμανιού, το νησί ήταν άνυδρο. Ένας βράχος. Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους, θα έλεγε ο ποιητής… Έβαλε την παλάμη στα μάτια για να δει καλύτερα. Να θυμηθεί. Πόσες φορές είχε ονειρευτεί αυτή τη στιγμή. Να επιστρέψει. Είχε δώσει όρκο. Και τώρα τον κατέκλυζε η προσμονή. Μόνο αυτό αισθανόταν. Προσμονή. Μήτε χαρά, μήτε λύπη.   


Περίληψη οπισθοφύλλου:


Πόσα σταυροδρόμια ανοίγει η ζωή; Μας παίρνει μια ζωή να μάθουμε εάν διαλέξαμε το σωστό. Κάποιες φορές είναι μοιραίο να μην το μάθουμε ποτέ. 

Στο Νησί, οι κάτοικοι υποτάσσονται με τη θέλησή τους σε μια αόρατη αρχή, η οποία τους επιβάλλει ένα ουτοπικό κοινωνικό σύστημα οργάνωσης της κοινωνίας τους. Ένας κάτοικός του, έχοντας διαφύγει πριν τριάντα χρόνια από Το Νησί, τις πρώτες μέρες της αθέατης αυτής επιβολής, επιστρέφει με την πρόθεση να επισκεφτεί τους τάφους των γονιών του.

Θα σταθεί απέναντι σε μια πραγματικότητα την οποία δεν μπορούν να αντέξουν οι κάτοικοι του Πέρα Κόσμου. Γιατί, όποιο ουτοπικό κοινωνικό σύστημα κι αν ενορχηστρώσει ο άνθρωπος, εστιάζει στο σύστημα και όχι στη φύση του ανθρώπου. Γιατί στη φύση του ανθρώπου δεν ταιριάζει η τελειότητα.

Ένα δυστοπικό μυθιστόρημα, τροφή για σκέψη.

*Τα πνευματικά δικαιώματα τόσο των εικόνων των εξωφύλλων όσο και των άνωθεν αποσπασμάτων ΔΕΝ ανήκουν στο blog, αλλά αποκλειστικά στη συγγραφέα και στον εκδοτικό οίκο.

**Το αποσπάσματα δημοσιεύονται κατόπιν συνεννόησης και συναίνεσης της συγγραφέως.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ας γνωρίσουμε την συγγραφέα Βαλέρια Β. Κάλφα

Βιβλιοπρόταση καλοκαιριού (κι όχι μόνο): Μια νύχτα χωρίς παραμύθι

Η συγγραφέας Ελένη Σίντου μας ''συστήνει'' το νέο της βιβλίο ''Η σονάτα της Άνοιξης''

Βιβλιοπρόταση καλοκαιριού (κι όχι μόνο): Ληστεία στη Γουφλαντ

Βιβλιοπρόταση καλοκαιριού (κι όχι μόνο): Όνειρα γλυκά, Σκοτ!