Διαβάζοντας ένα απόσπασμα από το βιβλίο ''Χαμένες συνειδήσεις"


Τίτλος: Χαμένες συνειδήσεις
Συγγραφέας: Μαρία Λιβυκού
Εκδόσεις: Ελκυστής

Αθήνα, Ιούνιος 1999

Η ξέφρενη κούρσα του χρηματιστηρίου είχε ξεκινήσει μερικούς μήνες πριν και κορυφώθηκε εκείνο το καλοκαίρι, το οποίο αποδείχτηκε θερμό μαζί με τις οικονομικές εξελίξεις στην χώρα. Σε πόλεις και χωριά μέσα από τράπεζες και χρηματιστηριακές εταιρείες οι Έλληνες ζούσαν και ανέπνεαν στους ρυθμούς της Σοφοκλέους. Οι επενδυτές είχαν φτάσει το ενάμισι εκατομμύριο, όταν την ίδια στιγμή οι εργαζόμενοι Έλληνες ανέρχονταν σε τεσσεράμισι εκατομμύρια. Το ταμπλό της Σοφοκλέους κάθε μέρα αναβόσβηνε σαν τρελό, γεγονός που αποδείκνυε πως οι μετοχές είχαν φτάσει στο «limit up» της ανόδου τότε. Η αγορά μετοχών χωρίς το διαθέσιμο κεφάλαιο ήταν καθημερινή πρακτική όχι μόνο από γνώστες και ειδικούς της αγοράς αλλά και από τους μικροεπενδυτές, οι οποίοι με περιορισμένα χρήματα αγόραζαν μετοχές δεκάδων εκατομμυρίων δραχμών. Κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει το τέλος αυτής της τρέλας, αλλά ούτε και τα ολέθρια αποτελέσματά της στις ζωές των Ελλήνων μερικούς μήνες αργότερα. Εξαίρεση δεν μπορούσε ν’ αποτελέσει ούτε κι ο Αλέξης Δημητρίου, παρ’ όλη τη μακροχρόνια εμπειρία του ως οικονομολόγος και αργότερα ως επενδυτής για λογαριασμό δικό του, αλλά και τρίτων. Τα έπαιζε όλα για όλα, πιστεύοντας πως τώρα ήταν η εποχή να διπλασιάσει τα κεφάλαιά του. Ρίσκαρε πολλά, το ήξερε, αλλά ο φιλοχρήματος εαυτός του διψούσε για περισσότερα.

Η πολυτελής μεζονέτα των διακοσίων τετραγωνικών μέτρων έσφυζε από κόσμο. Έστεκε μεγαλοπρεπής και φωταγωγημένη σαν όμορφη κυρία που είχε βάλει τα καλά της για να υποδεχτεί τους καλεσμένους της. Κι εκείνοι ήρθαν, ανταποκρινόμενοι στην πρόσκληση του ζευγαριού Αλέξη και Αφροδίτης Δημητρίου, που θέλησαν να γιορτάσουν την δέκατη επέτειο του γάμου τους μαζί με αγαπημένους φίλους. Κάτω από το φως ενός ολόγεμου φεγγαριού όλα φάνταζαν τέλεια, αφού οι οικοδεσπότες είχαν φροντίσει να μην τους ξεφύγει ούτε η παραμικρή λεπτομέρεια. Η μουσική έπαιζε στη διαπασών τις πιο γνωστές ξένες επιτυχίες της εποχής και τα νέα ζευγάρια λικνίζονταν σε όμορφους ρυθμούς όπως ήταν αυτοί του «Delirium-Silence» και «Lady, hear me tonight». Τα στρογγυλά ψηλά τραπεζάκια που είχαν στηθεί γύρω από την τεράστια πισίνα στον κήπο ήταν ήδη γεμάτα από κόσμο και η ώρα ήταν μόλις δέκα ακόμα. Οι τρεις σερβιτόροι της εταιρείας catering που είχαν προσλάβει πηγαινοέρχονταν με απίστευτη σβελτάδα για να εξυπηρετήσουν την επιθυμία ακόμα και του πιο δύσκολου καλεσμένου. Και στη μέση όλων, το λαμπερό ζευγάρι χαμογελαστό και πρόσχαρο καμάρωνε για την επιτυχία της βραδιάς, τον πλούτο και την ευημερία του. Ντυμένοι με δημιουργίες του Dior, λες κι είχαν μόλις βγει απ’ τις σελίδες γνωστού περιοδικού μόδας και οι δύο τους έμοιαζαν με λαμπερούς αστέρες του σινεμά. Κάποιοι τους θαύμαζαν ειλικρινά, άλλοι τους κοιτούσαν με φθόνο κι άλλοι με δυσπιστία αναρωτιόνταν με ποιο τρόπο είχαν φτάσει στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας.

«Το κοκαλάκι της νυχτερίδας έχει ο μπαγάσας;» ρώτησε ο Τάσος Παπακωνσταντίνου δυνατά στο αυτί της γυναίκας του για ν’ ακουστεί πάνω από τη δυνατή μουσική. «Όλα πρίμα πηγαίνουν στη ζωή του! Μέσα σε λίγα χρόνια έχει καταφέρει να δεκαπλασιάσει το εισόδημά του, έχει μια οικογένεια που θα τη ζήλευαν πολλοί και μια γυναίκα που φαίνεται να μην έχει μάτια για κανέναν άλλον παρά μόνο για κείνον. Κοίτα τους, Μαίρη. Φαίνονται ερωτευμένοι, ακόμα και μετά από δέκα χρόνια γάμου» της σχολίασε, ρίχνοντας μια ματιά γεμάτη θαυμασμό στην Αφροδίτη.

Είχε ένα θεσπέσιο γυμνασμένο κορμί με ατελείωτα πόδια και πλούσιο μπούστο, που θα μπορούσε να βασανίζει τα όνειρα κάθε άντρα. Τα φιλήδονα σαρκώδη χείλη της σ’ ένα πρόσωπο αγγελικά φτιαγμένο με αψεγάδιαστη επιδερμίδα και μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια στο χρώμα του μελιού, ήταν ικανά να πυροδοτήσουν κάθε φαντασία και να την αφήσουν να καλπάσει πέρα από κάθε λογική. Τα λαμπερά κατάμαυρα μαλλιά της έπεφταν σε μακριές χαλαρές μπούκλες στους ώμους της, χαρίζοντας στο όμορφο πρόσωπό της ένα νεανικό παιγνιδιάρικο ύφος, έτοιμο να παίξει με το δικό σου και να σε φτάσει στα όρια σου. Το εφαρμοστό κόκκινο φόρεμα που είχε διαλέξει να φορέσει ταίριαζε άψογα με τις τέλειες αναλογίες της κι έτσι όπως άφηνε να φανεί ολόκληρη η πλάτη της, σου προκαλούσε έντονη την επιθυμία ν’ απλώσεις το χέρι και να τη χαϊδέψεις.

«Φαίνονται, ναι. Είναι όμως;» αναρωτήθηκε η γυναίκα του Τάσου, διατηρώντας τις επιφυλάξεις της, πιο ικανή από τον άντρα της στο να βλέπει πέρα απ’ την επιφάνεια. «Ο κόσμος λέει κι αυτά που ακούγονται δεν είναι καλά για τον φίλο σου».

«Κουραφέξαλα! Ο κόσμος λέει γιατί αυτή είναι η δουλειά του· να λέει, να κρίνει, επειδή δεν μπορεί να δει το μέγεθος της δικής του της καμπούρας. Όλοι λίγο πολύ κρύβουμε σκελετούς στο ντουλάπι μας, αλλά εκείνοι του διπλανού μας έχουν πάντα μεγαλύτερο ενδιαφέρον», αρνήθηκε να συμφωνήσει μαζί της ο Τάσος, στρέφοντας τα μάτια του πάλι προς το ζευγάρι τη στιγμή που ο Αλέξης έβαλε ένα νωχελικό χέρι πάνω στους ώμους της γυναίκας του. Θαύμαζε τον φίλο του για την εξυπνάδα την τόλμη και την εργατικότητά του, για τους υψηλούς στόχους που έθετε και για την σκληρή προσπάθεια που κατέβαλλε για να τους πραγματοποιήσει κάθε φορά. Δεν διέθετε τα μισά από τα προσόντα του, καθώς εκείνος αποτελούσε κλασσικό παράδειγμα δημοσίου υπαλλήλου, που ήταν απόλυτα ευχαριστημένος να ζει με τον ταπεινό μισθό τον δικό του και της γυναίκας του και να θαυμάζει τα πλούτη των πιο τολμηρών από μακριά.

«Ναι, καμιά φορά όμως αυτοί οι σκελετοί ζωντανεύουν κι επιτίθενται και τότε βρίσκεσαι αντιμέτωπος με ό,τι χειρότερο φοβόσουν ποτέ πως θα σου συμβεί», του είπε εκείνη αρνούμενη να πιστέψει την φαινομενική ευτυχία του ζευγαριού.
«Παρεμπιπτόντως, αγάπη μου, πάρε τα μάτια σου από πάνω της επιτέλους και σκούπισε τα σάλια σου. Όπως ανέφερες κι εσύ πριν από λίγο, εκείνη έχει μάτια μόνο για τον Αλέξη, οπότε άδικα ξεροσταλιάζεις».

«Κι εγώ, μωρό μου έχω μάτια μόνο για σένα και το ξέρεις. Απλά είναι δύσκολο να μην θαυμάσεις ένα εξαιρετικό έργο τέχνης», ήταν η δική του εύστοχη απάντηση στο σχόλιο της γυναίκας του, που ήταν σίγουρος πως τον πείραζε. Δεν της είχε δώσει το δικαίωμα να ζηλέψει ποτέ, αφού της ήταν πιστός μέχρι το κόκκαλο. Φάτε μάτια ψάρι ήταν μόνο κι εκείνη το γνώριζε πολύ καλά για να κάνει ακόμα και την παραμικρή σκηνή ζηλοτυπίας.

Λίγο πιο πέρα ο Θάνος Αθανασίου, ο συνεταίρος του Αλέξη, κάπνιζε το ένα τσιγάρο πάνω στ’ άλλο, έχοντας ήδη καταναλώσει το δεύτερο ποτήρι ουίσκι για κείνο το βράδυ. «Είναι αλήθεια πως σου έδωσε τα παπούτσια στο χέρι, ρε;» τον πείραξε καλοπροαίρετα ο φίλος του ο Γιάννης, αλλά η ματιά που εισέπραξε από κείνον ήταν δολοφονική, κάνοντάς τον να μετανιώσει τα λόγια του.

«Ναι, το τομάρι! Έδωσα την ψυχή μου γι’ αυτή την επιχείρηση! Ώρες ατελείωτες απ’ τη ζωή μου αφιέρωσα για να φτάσει εκεί που είναι και τώρα θέλει να με πετάξει έξω, χωρίς δεύτερη σκέψη για τον μόχθο μου και τη βοήθεια που του ’χω προσφέρει. Έχω τον τρόπο να τον εκδικηθώ όμως! Δεν θα περάσει έτσι ανώδυνα αυτό», ήταν η απάντησή του και η σκληρή έκφραση του προσώπου του επιβεβαίωνε την κάθε του λέξη. «Κι αυτή η ηλίθια η γυναίκα του, είμαι σίγουρος πως έχει βάλει κι αυτή το χεράκι της».

«Ηρέμησε, ρε φίλε! Δεν αξίζει να χαλιέσαι για πάρτη τους. Το εύκολο χρήμα εξανεμίζεται το ίδιο εύκολα όπως ήρθε. Αυτή θα του τα φάει όλα και θα τον κερατώσει κι από πάνω, είμαι σίγουρος! Το άδικο εδώ πληρώνεται», προσπάθησε να τον παρηγορήσει, αλλά του κάκου. Εκείνος συνέχιζε να βράζει από αγανάκτηση, που κανένα ποτό όσο δυνατό κι αν ήταν δεν μπορούσε να μετριάσει. Στράγγισε και την τελευταία σταγόνα απ’ το ποτήρι του κι έκανε να φύγει, αλλά το χέρι του Αλέξη τον σταμάτησε στα μισά του δρόμου προς την έξοδο.

«Θάνο, φεύγεις; Το πάρτι καλά καλά δεν ξεκίνησε ακόμα», του είπε με χαμόγελο σαν να μην συνέβαινε απολύτως τίποτα, φουντώνοντας κι άλλο τον εκνευρισμό του.

«Το πάρτι είναι δικό σου και κάτσε ως στο τέλος να τ’ απολαύσεις! Εμένα απορώ γιατί με κάλεσες ή καλύτερα… εγώ απορώ γιατί ήρθα!» του απάντησε εκείνος με φανερή την ειρωνεία στη φωνή του.

«Τους φίλους μου κάλεσα σ’ αυτήν την ιδιαίτερη προσωπική μου στιγμή κι εσύ είσαι ένας απ’ αυτούς. Το ότι χωρίζουνε οι επαγγελματικοί μας δρόμοι, αυτό δε σημαίνει πως πρέπει να χαλάσει η φιλία μας! Είναι στο χέρι το δικό μας να μην αφήσουμε να συμβεί αυτό. Εγώ τουλάχιστον θέλω να το προσπαθήσω», του δήλωσε με ειλικρίνεια, αλλά εκείνος δεν έδειξε να πείθεται. Αντίθετα τα λόγια του έριξαν κι άλλο λάδι στη φωτιά που τον έκαιγε.

«Τη φιλία μας; Για ποια φιλία μας μου μιλάς; Με πετάς έξω απ’ αυτό που φτιάξαμε μαζί, αδιαφορώντας για το αν εγώ μένω απ’ τη μια στιγμή στην άλλη άνεργος! Είσαι ένας τιποτένιος εκμεταλλευτής της ανθρώπινης ανάγκης, που δε διστάζει σε τίποτα μπροστά στο προσωπικό συμφέρον», του εξέφρασε απροκάλυπτα τη χείριστη γνώμη που είχε για κείνον.

«Σε αποζημιώνω με ένα καθόλου ευκαταφρόνητο ποσό, που ξέρεις πολύ καλά πως είναι πολύ πιο πάνω από το μερίδιό σου! Οι μετοχές σου στο χρηματιστήριο έχουν διπλασιάσει το κεφάλαιό σου, οπότε για άνεργος νομίζω πως θα τα καταφέρεις πολύ καλά», του απάντησε κι ο Θάνος ένιωσε έντονη την ανάγκη να τον φτύσει κατάμουτρα. Πώς τολμούσε; Το θράσος του δεν είχε όρια!

«Δεν πας στο διάολο λέω εγώ!» του φώναξε τη στιγμή που η μουσική σταμάτησε για λίγα δευτερόλεπτα να παίζει κάνοντας το πλήθος να στρέψει απορημένα βλέμματα προς το μέρος τους. «Σε κρατάω στο χέρι όμως! Θα μου το πληρώσεις να ’σαι σίγουρος!» τον απείλησε λίγο πριν κατευθυνθεί με σταθερά βήματα προς την έξοδο.

Το βλέμμα του Αλέξη σκοτείνιασε, αλλά φευγαλέα. Χαμογέλασε μετά απευθυνόμενος στους καλεσμένους του λέγοντας: «Όλα καλά φίλοι μου. Μια μικρή δυσάρεστη διακοπή ήταν αυτό, που δεν είναι δυνατόν να την αφήσουμε να μας χαλάσει το κέφι. Υπάρχει άφθονο φαγητό και ποτό, όμορφη μουσική και ζεστή ατμόσφαιρα εξ αιτίας της παρουσίας όλων σας εδώ. Συνεχίστε λοιπόν αυτό που κάνατε σαν να μη συνέβη απολύτως τίποτα», τους προέτρεψε και κατευθύνθηκε μετά προς το μίνι μπαρ που είχε στηθεί για τις ανάγκες της βραδιάς σε μία γωνία του κήπου. Είχε ανάγκη από κάτι δυνατό που θα τον βοηθούσε να ξεχάσει το δυσάρεστο περιστατικό. Η μουσική, η οποία άρχισε πάλι να παίζει δυνατά κάλυψε το αναμενόμενο σούσουρο που ακολούθησε στα διάφορα πηγαδάκια κι εκείνος ευτυχώς δεν χρειάστηκε ν’ απαντήσει σε τυχόν ερωτήσεις που ενδεχομένως να είχαν κάποιοι. Ή έτσι νόμισε τουλάχιστον. Ήταν αδύνατον ν’ αποφύγει τις δύο κολλητές φίλες της γυναίκας του, οι οποίες βρίσκονταν ένα βήμα πριν τον τελικό του προορισμό.

«Τι έγινε, Αλέξη; Δεν μας είπες ότι το πάρτι θα έχει τόσο επεισοδιακές εκπλήξεις! Ο φίλος σου ακουγόταν άκρως απειλητικός πριν από λίγο», του σχολίασε με ειρωνεία η μία. Ούτε το στοιχειώδες τακτ δεν έδειξε για χάρη της βραδιάς. Σιχαινόταν τις γυναίκες που έχωναν τη μύτη τους στις υποθέσεις των άλλων και τούτη εδώ ήταν μια από τις χειρότερες.

«Το πάρτι έχει απ’ όλα τα καλά, Αμαλία κι αν μείνεις ως το τέλος είμαι σίγουρος πως δεν θ’ αφήσω ανικανοποίητη την περιέργειά σου, που όπως έχω διαπιστώσει, δεν σ’ αφήνει ποτέ να ησυχάσεις», της απάντησε με την ανάλογη δόση ειρωνείας κι εκείνος. «Καλησπέρα, Ιωάννα. Πιστεύω να περνάς όμορφα», απηύθυνε τον λόγο στη παρέα της μετά, για να μην συνεχίσει τη συγκεκριμένη συζήτηση μαζί της. «Ελπίζω οι επιλογές του DJ όσον αφορά τη μουσική να είναι του γούστου σας, κορίτσια και να λικνίσετε το λυγερό κορμί σας μέχρι πρωίας. Καλή διασκέδαση σας εύχομαι», τους ευχήθηκε και συνέχισε το δρόμο του, ενοχλημένος ελαφρώς που η συγκεκριμένη συνάντηση τον καθυστέρησε.

«Τι υπερόπτης, Θεέ μου! Τον σιχαίνομαι. Ειλικρινά, αν δεν ήταν άντρας της Αφροδίτης δεν θα του χαλάλιζα ούτε την καλημέρα μου», σχολίασε η Αμαλία στη φίλη της, που παρέμεινε σοβαρή καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησής της με τον Αλέξη.

«Είναι ο άντρας της φίλης μας όμως. Κι εμείς είμαστε υποχρεωμένες ν’ ανεχόμαστε την συμπεριφορά του. Αν αυτή τον αγαπάει παρ’ όλα τα ελαττώματά του, εμάς μας περισσεύει», της τόνισε, αφήνοντας τη γνώμη της για κείνον αυστηρά για τον εαυτό της.

«Έλα, βρε Ιωάννα, μην είσαι τόσο αφελής. Τα λεφτά του αγαπάει και την άνετη ζωή που της παρέχει! Αν δεν ήταν αυτά, η φίλη μας θα ’χε βρει άλλο κορόιδο να ’σαι σίγουρη!» διαφώνησε μαζί της εκείνη, κατεβάζοντας μια καλή γουλιά από τη βότκα της. Την αγαπούσε την Αφροδίτη. Αυτή κι η Ιωάννα ήταν οι καλύτερές της φίλες. Είχαν ξεχωρίσει κι είχαν δεθεί από τα φοιτητικά τους χρόνια ακόμα. Της είχαν έρθει όμως όλα εύκολα στη ζωή, σε αντίθεση μ’ εκείνη που πάσχιζε ως μισθοσυντήρητη να τα βγάλει πέρα με την τριμελή οικογένειά της κι αυτό αναπόφευκτα έφερνε μια μικρή δόση ζήλειας μέσα στο υποσυνείδητό της.

«Δεν αντιλέγω. Η Αφροδίτη ως γνωστόν, δεν έδινε ποτέ βάση στα μεγάλα συναισθήματα. Να βολευτεί ήθελε με κάποιον που θα της πρόσφερε μια άνετη ζωή. Το επιδίωξε και το πέτυχε. Εσύ ερωτεύτηκες, παντρεύτηκες τον άντρα που αγάπησες κι έχεις μια υπέροχη οικογένεια. Μη γίνεσαι αχάριστη και ζηλόφθονη λοιπόν ενώ δεν χρειάζεται. Τα πλούτη και η ευτυχία δεν πάνε μαζί και το ξέρεις», της θύμησε η Ιωάννα λίγο πριν αντιληφθεί την φίλη τους να κατευθύνεται προς το μέρος τους.

«Κορίτσια μου! Πόσο χαίρομαι που τα καταφέρατε να ’ρθετε απόψε. Ιδιαίτερα εσύ, Αμαλία μου, που ξέρω πόσο φορτωμένο πρόγραμμα έχεις. Το πάρτι όμως δεν θα ήταν το ίδιο χωρίς εσάς! Περνάτε όμορφα;» τις ρώτησε πρόσχαρα.

«Μα, χρυσή μου, πώς είναι δυνατόν ν’ αρνηθεί κάποιος μια τέτοια πρόσκληση και να μην απολαύσει όλο αυτό το μεγαλείο και τη χλιδή. Πολύ περισσότερο δε, εμείς, που χαιρόμαστε ειλικρινά με την ευτυχία σου» μίλησε πρώτη η Αμαλία, ξεχνώντας τα προηγούμενα κακεντρεχή σχόλιά της και επισκιάζοντας την Ιωάννα, της οποίας οι κουβέντες ήταν μετρημένες. «Λάμπεις απόψε Αφροδίτη! Και στην αδαμάντινη επέτειο σας εύχομαι!»

«Σ’ ευχαριστώ, Αμαλία. Προερχόμενη από σένα δεν έχω κανέναν λόγο να μην πιστέψω πως αυτή η ευχή είναι εγκάρδια και θα πιάσει τόπο», της είπε και στράφηκε μετά προς την ξανθιά ύπαρξη της παρέας, που παρέμενε σιωπηλή να τις κοιτάει.
«Εσύ, Ιωάννα μου; Δεν σε βλέπω να διασκεδάζεις. Συμβαίνει κάτι στη ζωή σου που δεν μας έχει πει; Έχεις σοβαρέψει πολύ τον τελευταίο καιρό».

«Μπα…όλα βαρετά κι ασήμαντα είναι στη δική μου τη ζωή. Είμαι λίγο παραπάνω κουρασμένη αυτό είναι όλο. Η δουλειά με τα ιδιαίτερα μαθήματα είναι λίγο πιο απαιτητική φέτος από άλλες χρονιές κι αυτό μ’ έχει εξαντλήσει» της απάντησε, κάνοντας σοβαρή προσπάθεια να χαμογελάσει.

Ήταν και οι τρεις τους απόφοιτες του τμήματος της Αγγλικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου των Αθηνών, αλλά ήταν η μόνη που εξασκούσε το επάγγελμα της εκπαιδευτικού. Η Αμαλία δούλευε στο μεταφραστικό τμήμα του Υπουργείου Εξωτερικών και η Αφροδίτη είχε αποφασίσει από νωρίς πως δεν ήθελε να δουλέψει ποτέ στη ζωή της. «Θέλω να φροντίζω τον άντρα μου και να είμαι κοντά στα παιδιά που θα μεγαλώσω. Το πτυχίο είναι απλά ένας τρόπος να κλείσω το στόμα των γονιών μου, που σώνει και καλά θέλουν να τελειώσω ένα πανεπιστήμιο», συνήθιζε να τους λέει, όταν εκείνες αγχώνονταν να περάσουν τα μαθήματα της σχολής κι αυτή απλά περνούσε από κει ως περαστική. Μέχρι που γνώρισε τον Αλέξη και όλα άλλαξαν. Έκτοτε ούτε που πάτησε ξανά το πόδι της στις αίθουσες του Πανεπιστημίου και επόμενο ήταν το πτυχίο να μην το πάρει ποτέ. Η ζωή όμως την πήγαινε όπως ήθελε εκείνη οπότε, η ζημιά ήταν μικρή.

«Φρόντισε να ξεκουράζεσαι περισσότερο, Ιωάννα μου, γιατί η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη, όπως λένε», τη συμβούλεψε, αλλά εκείνη άφησε την απάντησή της ασχολίαστη, γνωρίζοντας πως μίλαγε εκ του ασφαλούς.

Τις άφησε μετά για να χαιρετήσει και τους υπόλοιπους καλεσμένους της κι η Ιωάννα αναστέναξε με ανακούφιση. Ρούφηξε αργά το ποτό της κι αποφάσισε ν’ αφήσει τη μουσική να την παρασύρει. Είχε πολλά να ξεκαθαρίσει μες στο μυαλό της και σοβαρές αποφάσεις να πάρει. Το βλέμμα της ταξίδεψε προς την πλευρά του Αλέξη τη στιγμή που εκείνος μίλαγε έντονα με κάποιον καλεσμένο του. Δεν ήταν δυνατόν ν’ ακούσει αυτά που συζητούσαν, αλλά οι χειρονομίες και η έκφραση του προσώπου τους μολογούσαν πως η συνομιλία τους δεν είχε ήρεμο τόνο. Ήθελε κι εκείνη να μπορέσει να έχει λίγα λεπτά μαζί του… να του μιλήσει… να τον κάνει να καταλάβει το λάθος του… να γίνουν όλα όπως πριν.

Ο Αλέξης εν τω μεταξύ πάλευε να ξεφορτωθεί έναν πελάτη που τον είχε στην κυριολεξία ζαλίσει με τα άσκοπα παρακάλια του. Δεν θυμόταν να τον είχε συμπεριλάβει στη λίστα των καλεσμένων του και το ότι είχε την αγένεια να έρθει στο σπίτι του ακάλεστος τον έκανε έξαλλο γι’ αρχή. Και το κυριότερο απ’ όλα, δεν μπορούσε ποτέ να καταλάβει πώς κάποιοι άνθρωποι δανείζονταν τα δικά σου χρήματα για να κάνουν τη δουλειά τους και μετά είχαν την παράλογη απαίτηση να συμμεριστείς την αδυναμία τους ν’ ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.

«Κάναμε μια συμφωνία, Θεοχάρη και τους όρους της τους γνώριζες απ’ την αρχή! Ο δανεισμός έχει συνέπειες κι αυτές ερμηνεύονται με τόκους που πρέπει δυστυχώς να πληρωθούν», του είπε φανερά ενοχλημένος με μια συζήτηση που είχε στην κυριολεξία βαρεθεί να κάνει μαζί του.

«Λίγο χρόνο σου ζητάω ακόμα, Δημητρίου, τίποτ’ άλλο! Υπάρχει αναδουλειά αυτόν τον καιρό… μου ’τυχαν και κάποιες ατυχίες. Κατάλαβέ με!» τον ικέτεψε, αλλά εκείνος είχε κουραστεί με το παρακαλετό του.

«Με δουλεύεις μου φαίνεται! Αυτό μου κοπανάς παραπάνω από έναν χρόνο τώρα! Τελειώσανε τα ψέματα! Ή με πληρώνεις αύριο ή το μαγαζί σου περνάει στα χέρια μου!» του απάντησε, αδιαφορώντας πια για τις δικαιολογίες που του πρόβαλε.
«Δεν έχεις ίχνος ανθρωπιάς μέσα σου εσύ; Πόσο αίμα πρέπει να πιείς για να ξεδιψάσεις; Δεν σε αγγίζει καθόλου η ανθρώπινη ανάγκη;» τον ρώτησε με φωνή που έκρυβε τώρα ένα έντονο κατηγορώ.

«Άκου να δεις, άνθρωπε! Θα σου το πω μια τελευταία φορά και δεν έχω σκοπό να το επαναλάβω. Δεν είμαι φιλανθρωπικό ίδρυμα εγώ! Αν έτσι νόμισες έκανες μεγάλο λάθος!» του φώναξε στο τέρμα της φωνής του. «Ξέρεις κανέναν να χαρίζει χρήματα έτσι εύκολα; Σου δίνω διορία μέχρι το τέλος της εβδομάδας. Αν δεν είσαι στο γραφείο μου μέχρι τότε μ’ αυτά που μου χρωστάς, το θέμα για μένα θα έχει λήξει!» ήταν η τελευταία του λέξη και κατευθύνθηκε προς το εσωτερικό του σπιτιού του και το γραφείο του, που βρισκόταν στον πάνω όροφο της μεζονέτας, θέλοντας να ξεφορτωθεί το γρηγορότερο τον άλλο άνδρα. Ίσως όμως να το σκεφτόταν διπλά πριν φύγει, αν μπορούσε να δει το δολοφονικό ύφος που τον κοιτούσε εκείνος.

Περίληψη:

«Δεν έχεις ίχνος ανθρωπιάς μέσα σου εσύ; Πόσο αίμα πρέπει να πιεις για να ξεδιψάσεις; Δε σε αγγίζει καθόλου η ανθρώπινη ανάγκη;» τον ρώτησε με φωνή που έκρυβε τώρα ένα έντονο κατηγορώ.
«Άκου να δεις, άνθρωπε! Θα σου το πω μια τελευταία φορά και δεν έχω σκοπό να το επαναλάβω. Δεν είμαι φιλανθρωπικό ίδρυμα εγώ! Αν έτσι νόμισες έκανες μεγάλο λάθος!» του φώναξε στο τέρμα της φωνής του. «Ξέρεις κανέναν να χαρίζει χρήματα έτσι εύκολα;»

Καλοκαίρι του 1999. Η φρενίτιδα του χρηματιστηρίου παρασέρνει στο διάβα της ενάμισι εκατομμύριο Έλληνες, οι οποίοι πίστεψαν πως μπορούσαν να διπλασιάσουν τα χρήματά τους επενδύοντας σε μετοχές φούσκες. Μια στυγερή δολοφονία γίνεται αφορμή για να βγουν στην επιφάνεια θαμμένα μυστικά. Οι ύποπτοι πολλοί και οι ένοχοι ακόμα περισσότεροι, αφού κανενός η συνείδηση δεν είναι καθαρή. Είναι τελικά η ανθρώπινη ανάγκη που σε οδηγεί στο να ξεπουλάς την ηθική σου, ο εγωισμός ή η υπέρμετρη αγάπη για το χρήμα;

Ένα μυθιστόρημα με αστυνομική πλοκή και δράση που διαβάζεται απνευστί μέχρι την τελευταία του σελίδα.

*Τα πνευματικά δικαιώματα τόσο της εικόνας του εξωφύλλου όσο και του άνωθεν αποσπάσματος ΔΕΝ ανήκουν στο blog, αλλά αποκλειστικά στο συγγραφέα και στον εκδοτικό οίκο.

**Το απόσπασμα δημοσιεύεται κατόπιν συνεννόησης και συναίνεσης της συγγραφέως.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια ιδιαίτερη Χριστουγεννιάτικη ευχή

Ο ΙΠΠΟΤΗΣ ΠΟΥ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕ ΤΑ ΜΕΛΟΜΑΚΑΡΟΝΑ

Ας γνωρίσουμε τον συγγραφέα Νικόλα Ντέτσικα

Ας γνωρίσουμε την συγγραφέα Ευαγγελία Τσαπατώρα

Πίστεψέ το… και θα τα καταφέρεις